Τα εξ αφορμής – πάρεργα

●▬▬▬●ஜ۩۩۩ஜ●▬▬▬●ஜ۩۩ஜanubis___lucario_by_darkheroic-d9mkvyfஜ۩۩ஜ●▬▬▬●ஜ۩۩۩ஜ●▬▬▬●  
                                                      
                                                                                               

%ce%b4%cf%86%cf%86%ce%b2

Από τα «Εν όλω» Δυστοπικά

( 5 / 2 / 2009 – 29 / 12 / 2014 )
 
ry  
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
.
.

Ζυγός

.

Η γλώσσα του ηθικού και ενάρετου λογοτέχνη, είθισται δομημένη
με υλικά συγκροτήσεως πεπαιδευμένα και ικανά να υπηρετούν την τέχνη του
με συνέπεια ωρολογοποιού. Αυτονόητον δε, να εικονίζει την εποχή του
ουσιώνοντάς την με μεθόδους νοηματικούς και μηνυματικούς.
Να αντιτάσσεται, στην εξελικτική της εποχής του παθητικότητα.

Ο ορθός της εκτιμήσεως λόγος του, ευπρόσδεκτος είναι, και όταν αληθώς δίδεται,
παρήγορος είναι. Αυτός, ο ηθικός και ενάρετος, είναι ο της ευθύνης συμμετοχικός
και πρέπει υποταγμένος, χάριν της τέχνης του, να ικανώνει τον άνθρωπο
αιτιολογώντας του τα αναιτιολόγητα της υπάρξεώς του παρένθετα.

Ο κοινωνός αυτός Άνθρωπος, είναι ο της προγονικής νοήσεως πρόδρομος ικανός,
και ως ζυγοστάτης των λέξεων πρωτουργός, άρχει, ζυγίζοντάς μας
καιρούς αμελείς και ανερμήνευτους…

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

tumblr_static_4rs77euabz8kkkcccg84sooko

Τι φταίει, λοιπόν…;


.
Μη σε κορφή και λούφαξε; Μη σε σπηλιά, κοιμάται;
Μη το δρομί, κατέβηκε, με κείνη τη φορά μου;
Δίχως στο τάχει να ριγεί και δίχως να φοβάται;
Ποιος μου την έχει; Πείτε μου! Πού κρύφτηκε, η χαρά μου;
.
Μην έπεσε στου πηγαδιού, στο πέρα δάσος, που ’χει;
Μη μου τη γλύκανε κανείς και πήρε την, μακριά μου;
Μη μου την πήραν τα στοιχειά, του Χάροντα οι κλειδούχοι
και δεν τη φτάνει για να δει η κοφτερή ματιά μου;
.
Τι φταίει, λοιπόν; Ποιος με μισεί; Ποιος θέλει το κακό μου;
Οι αναπαυμένοι, μήπως το; Μη τα χτικιά, οι τρακόσοι;
Μη με χαλάει της ξενιτιάς το κακορίζικό μου;
Ποιος τυραννάει την τύχη μου, και θέλει να, ξεστρώσει;

.
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
 
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
star-d-clutter-gold-no-back-free-images-at-clker-com-vector-clip-fhgu4s-clipart

Αποδημίες


.
– Ακαθόριστα μ’ είδες σ’ έναν άγνωστο τόπο
στοιχειωμένη και γύρω να με ζώνει ερημιά.
Μη ματώνεις για μένα καταβάλλοντας κόπο.
Τα δικά μου τα χείλη δίχως γεύση καμιά. 
.
– Κρίνου χρώμα χλωμό να σε φέγγει με χάρη.
Προσπαθώ να σε φτάσω μα τα χέρια λειψά.
– Τι ’ναι κείνο που κρώζει την ψυχή για να πάρει;
– Μην ο δαίμονας – γύπας το κορμί που διψά; 
.
Μην ο γρίφος – τριγμός πως μια ρίζα ζυγώνει; 
Μην της σάρκας εκείνο που σου τρώει τη θωριά;
– Σ’ ακατάληπτη γλώσσα μου μιλάς που ματώνει. 
Βρίθω αρρίζωτη χώμα σε κενό μιαν oργιά. 
.
Ύπνος θα ’ναι που φόβος ξαφνικός μ’ ένα δάκρυ. 
– Γείρε στ’ άλλο πλευρό σου μα διπλώσου σιγά.
– Το μνημούρι στενό και μπερδεύω ποιαν άκρη.
– Να προσέχεις! – Ποιον πρέπει; – Την ψυχή που λυγά.
.
– Δεν το σώμα δειλό κι η ψυχή που φοβάται.
Δεν η ζέστη, το κρύο κι όσα που ’χω πληγεί. 
( Ό,τι κι όσα χρωστώ, καταγής ποιος θυμάται;)
Είν’ η πίκρα που νιώθω, στη δική – ξένη γη… 

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
 
3676-5530-prayinghands 

Κύριε…


.
παρακαλώ για μιαν ευχή, σ’ ό,τι κακό μας βρήκε…
κι αν σας ζητώ, τη λύπη σας στον πόνο που μου βγήκε,
είναι γιατί, στη χώρα μου, οι κυνοβουλευτάδες
απαρνηθήκαν τον αγρό και γίνανε λεφτάδες.
.
Της διαβολής οι ακίδες τους, στου δαίμονα τα βέλη.
Δεν μεσουράνησαν ποτέ, της πονηριάς οι αγγέλοι.
.
Παρακαλώ, προσέξετε το γλυκομίλημά τους,
τ’ απόμακρο, το σκοτεινό κείνο τ’ ανάβλεμμά τους.
Δεν είναι κρίμα μου η σοδειά, άπιαστη πάντα να ’ναι;
Δούλεψα! ξενοδούλεψα, μα τα παιδιά πεινάνε.
.
Βγήκανε φίδια και σκορπιοί, μα θα ’ν’ μόνο για λίγο.
Γράψε· του κλέψαν τη σοδειά, τ’ αμπέλι από τον τρύγο.
.
Γι’ αυτό και μόνο σας ζητώ, μην λυπηθείτε, διόλου!
Τα βδελυρά, τ’ ακάθαρτα, στην εύνοια του διαβόλου.
Σφαλίστε μον’ τα μάτια μου, τ’ ανάξιο τούτο στόμα,
κι όσα που γράφτηκαν εδώ, ας παν όλα στο χώμα.

.
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
 
.
uuuuuuuuuuuuuuuuu
.

Το καράβι

 
.
Η νύχτα αυτή, που της αυγής προβόδισε το ντύμα,
λούζει με δάκρυα νοτερά της υγρασίας, καράβι:
Αυτό όπως πλέει μες στην ωχρή λιγόφωτη νεφέλη,
μοιάζει ταξίδι απόκοσμο να προσδοκά, σε αβύσσους.
.
Σε αυτό το ανέγγιχτο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
διασπάει αργά τους μυστικούς και χωροχρόνους κόσμους,
τόσο, που στ’ άφθαρτα σημεία των καταρτιών του πάνω,
μνήμες – θηλιές και γογγυσμοί, με μυστικά αχερούσια.
.
Από τα ξάρτια του γκρεμοί αρχαίων οστέινων κόσμων
με λίθινες συρτές λαλιές, σαν ψαλμωδία δαιμόνων –
με αφορεσμών ονόματα κι αναθεμάτων μίση,
αυτά τα χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.
.
Τη νύχτα αυτή, η ερεβική και μεσονύχτια σκέψη,
στους οδυρμούς της πρόσθεσε τ’ αρχαίο αυτό καράβι.
Στ’ ανοίγματα και στις οπές του μυστικού του κόσμου,
κατόπτρισε μιαν άλυσο και τ’ όνομά του: ΑΔΑΛΛЭ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ
.
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
 
.

Έπεα πτερόεντα

.
Ελλάς VII

.
Σαν φτερό που τ’ απέκοψαν και η βροχή παρασέρνει,
που βουλιάζει, όταν άνεμος στο βυθό παραδέρνει,
που παλεύει με τ’ άγνωστα καιρικά για να υπάρξει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Και ζητεί να τ’ αλλάξει,
.
μα… δεν εύκολο διόλου! Στην αδιάκοπη πάλη,
στον αγίνωτο κόσμο του που τον νου του προσβάλλει,
που ο ποιμήν άρχει δύστροπα και το ερίφι σφαδάζει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Σαν την κάργια που κράζει,
.
πλήθος γύρω του κήνσορες στων Βουλών τ’ άγριο δώμα –
δοτά πένθιμα κύμβαλα δίχως κοίλον, κι ακόμα
σαν ο αοιδός σε πανήγυρη – ως εν εύηχος σκύλος,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Φανερά και προδήλως,
.
σαν τη σκλήθρα την ξύλινη (κι όλα τ’ άλλα πιο πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σαν καράβι που χάνω,
που βουλιάζει, όταν άνεμος πέρ’ αδιάκοπα σέρνει…
Έτσι, αδιάκοπα βάλλεσαι κι ο καιρός παρασέρνει… 

.
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
.
money-png-18
.

Αν είχα…

 .
 
Αν είχα, εκείνη τη θωριά του Παλαμά, στη σκέψη,
τη βαθυστόχαστή του ορμή, το φλογερό του πάθος,
κοντυλοφόρους θ’ άδειαζα γι’ αυτούς που ’χουνε κλέψει…
Ποιος τα ’φαγε, ποια γνάθος…
 
Αν είχα, εκείνη του Σουρή, την πεισμωμένη πένα,
με τη θανάσιμη γραφή· το θυμωμένο μάτι· 
θα σου ’λεγα, κοπριταρά, που τρως από τη γέννα,
το μέλι και τ’ αλάτι:
 
«Θα σου ’ρθω Μεγαλέξανδρος, και μια με το σπαθί μου – 
θα σε λιανίσω, ρεμπεσκέ, που την Ελλάς ξεφτάς…
Ρε “Φασουλή, Φιλόσοφε” χλαπάκιασες τη γη μου,
κι απέ μου τη ζητάς;»
 
Αν είχα γίνει, Σολωμός, Κάλβος αν είχα γίνει…
ή Ρήγας· με τους χάρτες μου να κεραυνώνω εχθρούς,
θα ’χα τη δύναμη να πω ποιος το “παιχνίδι στήνει”,
ποιος προσδοκά μικρούς…
 
Κι αν είχα, το “Υστερόγραφο” του Κατσαρού, εγώ γράψει,
και τη “Διαθήκη” αν είχα εγώ, πριν απ’ αυτόν, σκεφτεί,
όρνιο, παπάς αν τ’ άκουγε, θα ζήταγε να κλάψει…
Ποιος ήθελε, κρυφτεί! 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
 
%cf%85%ce%b7 

Κρατοπτρισμοί

.

Απ’ το κρεβάτι αντικριστά και πάνω απ’ το τραπέζι,
έναν καθρέπτη έχω παλιό δαρμένο απ’ τον καιρό
που όταν νυχτώνει, μια γοργόνα βλέπω να μου γνέφει,
να μου ζητάει να βυθιστώ μαζί της, στο νερό.
 
Ακόμη, βλέπω ένα παλιό παράταιρο καράβι
με τα φανάρια του σβηστά και τα πανιά σκισμένα,
και κάποιον ναύτη αθώρητο στη νύχτα, να μου γνέφει
για να του φέξω τα ίσαλα, μην είναι σαπισμένα.
 
Ακόμη, ψίθυρους ακούω στο μένος των ανέμων
με ανούσιες ρίμες μυστικές και χθόνια κοσμημένες,
τόσο, που τις αισθήσεις μου μην χαρωπά ξυπνάνε,
δεσμεύοντας των νυσταγμών συνήθειες ειλημμένες.
 
Κι ακόμη, εσένα βλέπω εκεί φανταστικέ αναγνώστη,
κρυφά στο μισοσκόταδο τον πόνο να ξεχνάς
γελώντας, συμ – βουλευτικά κι ευέξαπτα να γνέφεις…
πως το δικό σου βάσανο, δεν φεύγει όταν γελάς.
 
……………………………………………..
 
Πάνε τρεις νύχτες που ξυπνώ σε κείνο τον καθρέφτη
κι αφυπνισμένα βλέπω εκεί δυο μάτια να κοιτούν,
τόσο καχύποπτα θαρρώ που με περνάω για κλέφτη,
μα λέω μη δώσω κι αφορμή, για εμένα να ντραπούν. 
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
%ce%b3%ce%b3%ce%b7
 
 

Υμίν…

 
.
Καράβι, ακριβοθώρητο στη ποντοπόρο ρότα,
άγνωστο, δίχως όνομα και δίχως προορισμό,
γιατί στην άγρια τη νυχτιά πας με σβυσμένα φώτα;
Πες μου, ποιος σε κατάντησε σε τέτοιο μαρασμό;
 
Καράβι, εσύ που αγάλλεσαι στην επωδή του ανέμου,
που δεν φοβήθηκες ποτέ τα ερέβη της νυκτός,
εσύ, ζωσμένο θάλασσα του μόχθου, σύντροφέ μου 
πες μου, ο βυθός πια γέμισε και δεν είναι βατός;
.
Καράβι, εσύ τώρα γερτό κι απανθρωποδαρμένο,
που θα πλαγιάσεις στην υγρή σε λίγο πλησμονή,
καράβι, εσύ που στέκεσαι λειψό, αποθαρρημένο,
πες μου, πώς τόνους άντεξες με φορτο – υπομονή;
.
Καράβι, δίχως άγκυρα και δίχως αξιοπρέπεια,
που εντός ολίγου θα ριχτείς στην άγρια τη σιωπή,
που οι καιροσκόποι διάττοντες σου φέρθηκαν με απρέπεια,
μη σαν τα κέρδη, στέρεψαν ο πόνος και η ντροπή;
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
 .
 titanic
 .

Της Ξενιτιάς


.
Στους Έλληνες, όπου Γης
.
Παιδί μου, πούθε κίνησες και πού γι’ αλλού πηγαίνεις;
Μην πας στη μαύρη ξενιτιά που δε φυτρώνουν κρίνα;
Που δεν γκαστρώνεται η σπορά στη γης για να καρπίσει;
Καμάρι μου, τι σου ’καναν κι όλο μιλάς για κείνα;
.
Άνοιξη, πώς για να χαρείς; Πουλάκι, πού θ’ ακούσεις;
Πού θα ’βρεις γάργαρο νερό, να πιεις και να χορτάσεις;
Κι άμα χορτάσεις, πού σκιά; Πού δέντρο, ν’ ακουμπήσεις;
Πού θα ’βρεις μέντα, ρίγανη, βασιλικό να μάσεις;
.
Κι άμα θελήσεις, εκκλησιά; Ένα κερί, ν’ ανάψεις;
Κι άμα θελήσεις, προσευχή κι ένα σταυρό να κάνεις;
(Της Δύσης, τ’ άγρια τα θεριά, που μοιάζουν στους ανθρώπους,
σαν σε κοιτάξουν δύστροπα… θα θέλεις ν’ αποθάνεις…)
.
Πού θα ’βρεις, γιε μου, πι’ όμορφη σαν τη δική πατρίδα.
Πού θα ’βρεις, για ν’ αγαπηθείς και ποια για ν’ αγαπήσεις!
Κι άμα, του κάκου, σου συμβεί βαριά και μ’ αρρωστήσεις,
ποιος θα βρεθεί στην κλίνη σου, τα μάτια να σου κλείσει;

.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
 %ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b4%ce%b4%ce%b1%cf%83
.

Έκτακτο

.
 
Ελάτε, σκέψη και ψυχή και κρίνετε σαν δείτε
και πείτε, με χελιδονιού κελάηδισμα – φωνή:
«Φέρνω σε σπόρο μι’ άνοιξη για ν’ αναγεννηθείτε, 
για να μπολιάσω την ξερή τη γη που ’ναι γυμνή».
.
Ελάτε, σκέψη και ψυχή και φέρτε την ελπίδα, –
και φέρτε της τα χρώματα του νόστου τ’ αυγινά
αυτά, οπού στερήθηκε μες στη δική πατρίδα,
ο γέροντας, που τη θρηνεί και θέλει τα, πριν να…
.
Έλα, κορμί, έλα ψυχή και σκέψη μου για κείνη,
εκείνη που τη μόλεψαν μια νύχτα τα χτικιά,
και δώστε της λίγο να πιει νεράκι από την κρήνη,
να ξαπλωθεί το σώμα της στου πεύκου την ισκιά.
.
Μόνο, μην πιάσεις πράσινο και μολυνθείς ψυχή μου.
Μην πιάσεις Δένδια, σκέψη μου και πάψεις, λογική.
Φοβάμαι μη στ’ απόσκιο τους και ξεχαστείς κορμί μου,
για δεν θα βρούνε κόκαλο, να κλάψουν κι οι δικοί…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
%ce%b9%ce%b7%ce%b7%ce%b9%ce%bb%ce%be%ce%be%ce%b9%ce%bfth_55338988_thumb
.

Της Ξενιτιάς ΙΙΙ

.
Το λένε τ’ αχαμνά νερά της θάλασσας, τα στέρφα,
το διαλαλούνε τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους,
το λένε τ’ άστρα τ’ ουρανού και το χλωμό φεγγάρι:
Χαρά δεν έχει η ξενιτιά, δεν έχει παρηγόρια.
.
Το λένε στ’ άπταιστα οι μικρές του κάμπου πεταλούδες,
του ανέμου οι ψάλτες διαλαλούν στ’ ανάμεσα κλωνάρια,
το κράζουνε, κει που ξεσπούν οι γλώσσες των κυμάτων:
Να μην τολμήσεις ξενιτιά, μ΄ ασταύρωτο το στέρνο.
.
Τα χαμομήλια της πλαγιάς το μολογούν στα σπάρτα,
το λένε τ’ άγρια τα θεριά στα γκρέμια και στα βύθια,
το λεν οι αοιδοί της Κέρκυρας σε μοιρολόι αρχαίο:
Σαν θες να πας στην ξενιτιά, μαύρη να βρω πλερέζα
.
καθώς, δεν έχει εκεί χαρά, δεν έχει ν’ αποστάσεις,
ίσκιο δεν έχει απ’ αγριλιά και χώμα να πλαγιάσεις.
Με δίχως μύρτους, γιασεμιά, πώς η ψυχή σου, πλέρια;
Πώς σαν πεθάνεις, ξενικό θα σε δεχτούν τ’ αστέρια;

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας

 

.

۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩

%cf%86%cf%86%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b7

Η Βαρκούλα

.
Δίχως κατάρτι και πανί, κι απ’ άγκυρα πιασμένη,
πού πας βαρκούλα στο βαθύ το πέλαγο χαμένη;
Εδώ ’χει κύματα – θεριά, ψηλώνουν και σ’ αρπάνε!
Μήπως, γι’ αλλού ξεκίνησες κι αλλού κείνα σε πάνε;
 
Εδώ, δεν έχει ρεμβασμό και στοχασμό για τ’ άστρα,
μηδέ λουλούδια μ’ ευανθούς θα δεις ποτέ και γλάστρα.
Δεν έχει φάρου αναλαμπή και στίγμα να σε βρούνε.
Μόνο στοιχειά και δαίμονες της Δύσης εδώ ζούνε.
 
Εδώ, δεν θα ’βρεις τα ζεστά τ’ ανθρώπινα τα χάδια.
Τα κυβερνάει μια θάλασσα, που ’ν’ η καρδιά της άδεια.
Είν’ ο Βορράς, κακότροπος! Όλο φυσάει και βρέχει.
Την άγια εκείνη των νεκρών των ναυτικών, δεν έχει!
 
Έλα! κουράγιο ελλήνισα βαρκούλα, θα σ’ αδράξω.
Θα καθαρίσω το σκαρί και τη ζημιά θα φτιάξω.
Το μπλε θα στρώσω στη στιγμή και κείνο το λευκό σου.
Λευκό και κείνο της ντροπής το μαύρο, ριζικό σου…

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩

mill9ed4t

Σκήτη

.
– Φίλησε με!
– Ποια είσαι;
.
– Πικραγάπανθος!
Λυγερός πρωτανθός συλλέκτης
αρχαίου φωτός
με ρίζα πύρινη.
Διαβιώ νοτίως της μετόπης του ήλιου
σε σκήτη του Έρωτος.
.
Εσύ;
.
– Δακρυφόρος έλιξ!
Αναδύτης πηγαίων συναισθημάτων
επιχειρώ
με χαίτη ορειχάλκινη
στους θρόμβους των δακρυγόνων.
Τελώ εγκάρσια της τυφλότητος…

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

 ۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
.
.

Ευεργέτιδα πασών των εθνών, θεών το γένος Ελλάς

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
parthenon
 
.

Αχλύς

.
Το καράβι, που αύριο θ’ ανταμώσει τη μοίρα
χτυπημένο απ’ της “θάλασσας” την κακιά την αρμύρα,
στο χεράκι μου πάλλεται και ζητεί να γογγύξει.
Να χαϊδέψω, πώς ήθελε πριν την άγκυρα ρίξει.

Εγώ ναύτης μού ζήτησε στο στερνό του ταξίδι
μα πριν γίνει στην έκταση του βυθού της στολίδι,
να το βγάλω στα πέλαγα να το κλάψουν οι φάροι,
να τ’ ακούσουν τα κύματα, τ’ ασημένιο φεγγάρι

πως η Ελλάδα πια χάθηκε κι ανελεύθεροι ζούνε
κι όσα έθνη ευεργέτησε φθονερά τη μισούνε,
καθώς πάλιν οι βάρβαροι – με τ’ αδάκρυτα μάτια,
προσπαθούν ό,τι απέμεινε να το κάνουν κομμάτια.

Το καράβι, που αύριο θ’ ανταμώσει τη μοίρα,
χτυπημένο απ’ της “θάλασσας” την κακιά την αρμύρα,
το καράβι που μου ‘θελε και ιστορούσα πριν λίγο,
μου ζητεί προς τα σύμπαντα να το πάρω – να φύγω.

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 
%cf%86%ce%b3%ce%b7%ce%b7%ce%b7%ce%b7%ce%b7%ce%b7%ce%b7%ce%b7%ce%b7
.

Επίκληση ΙΙ

.

Το μπλε, πάντα τ’ αγαπούσα: Γιατί μοιάζει της θαλάσσης,
γιατί μοιάζει στο Γαλάζιο χρώμα εκείνο τ’ ουρανού.
Γιατί στη φωτιά κι ακόμη: Ήθελές το να γεράσεις,
για να καταλάβεις λάθος – φλόγα σού ’καιγε το νου.

Δεν το κόκκινο το χρώμα. Δεν το μαύρο, της αβύσσου.
Δεν το πράσινο, – κι ας μ’ έχει τούτο κάνει να πονώ.
Έλα μου στην κλίνη πάνω Θάνατε τώρα κι ευχήσου,
να μη ματαδώ άλλο δείλι, να μη ματαδώ πρωινό.

Δεν η φρίκη της κολάσεως, που αποστρέφω το κεφάλι.
Δεν του πόλεμου το μένος που με κάνει να ριγώ.
Είναι των πολιτικών η αναίδεια που τη σκέψη μου προσβάλλει,
που φοβάμαι, ξενυχτώντας – μήπως στ’ όνειρο πνιγώ.

Σαν θα ξημερώσω κι αύριο, εύσπλαχνε θέ μου – πατέρα,
συ που λογαριάζεις πάντα τούς που πάτησαν στη Γη,
κάμε τούς δοτούς να φύγουν, να σκορπίσουν στον αέρα
γιατί, το ποθεί η ψυχή μου! κι η καρδιά μου, αναριγεί…

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
581px-flag-map_of_greece-svg
 
.

Άπατρις

.
– Για δεν πετούν οι σταυραετοί;
– Μήπως κι εκείνοι πια δετοί…;
– Πού πήγαν, όλα;
Της άνοιξης, πού ’ν’ η χαρά;
Πήραν ανάποδη φορά,
τα μυροβόλα;
.
Πού ’ναι τα δέντρα; Πού οι σκιές;
– Κοράκια γύρω μας κι οχιές…
– Πού ’ν’ τα λουλούδια;
Πού ’ν’ ο πολύς κελαηδισμός;
Μήπως και πήρεν τα, σεισμός;
Πού ’ν΄ τα τραγούδια;
.
Πού ’ν’ τα ποτάμια, οι ρεματιές;
Πού ’ναι του πάθους μου, οι μυρτιές,
τα γιασεμιά μου!
– Έλειπες, φαίνεται, καιρό…
– Κι άφησαν μόνο τον εχθρό
στη γειτονιά μου;
.
– Πήραν τη! πήραν την πατρίδα,
που ’λεγες, πως είν’ η μητρίδα
του κόσμου, όλου!
Πήραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι και «φίλοι» μας εταίροι…
– Α, του διαβόλου!

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
«Ξένος ήμουν και δεν με δεχτήκατε»
            Ευαγγέλιο Ματθαίου 25:43
 .
rel182b252812529
.

Ο ρατσισμός ανέκαθεν

.
Κύριε..

.
εμείς οι καλοκάγαθοι,
ευλαβείς δούλοι σου,
Σε χαιρετούμε.
Πανάγιο βρέφος, φέτος
δεν κάναμε πολέμους
μηδέ ασεβείς και ανειλικρινείς
ήμασταν.
Από τ’ ασημόφτιαχτα και χρυσοποίκιλτα
της εικόνας Σου, δεν κερδίσαμε,
μηδέ των Αγίων τα λάβαρα
περιφέραμε άσκοπα
και με δόλο.
.
Μάθαμε, Κύριε, καταλάβαμε
και ρητά ακολουθήσαμε.
Άξιοι πια είμαστε
χωρίς έπαρση και μωρία,
χωρίς φθόνο, χωρίς πρόθεση.
.
Κύριε… χορτάσαμε!
Των οφθαλμών μας η πείνα,
προσπέρασε!
.
Μη σκιάζεσαι, για εμάς.
Αργότερα, κατά την άνοιξη,
θα Σε σταυρώσουμε.

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 192d2dc51500513684267db91b763d47
.

Του καναπέ…

.

Γύμνια!

του νου, γύμνια η ψυχή
κι ύπνος βαθύς…
– Να θέλεις, και να προσπαθείς.

Εδώ, η αυγή

μίλησε μια, μίλησε δυο,
της μέρας φίλησε το γιο
κι απόκαμε, με τ’ άστρα.

Ώρα καλεί! 

γι’ αυτό κι εσύ
ψάξε και διάλεξε βυζί,
μέθυσε, στους χυμούς του.

Χορτάτος…

μη μου λες: ’σ’ απέ –
στην θαλπωρή του καναπέ,
δίχως αγώνα, ιδρώτα.

Σήκω! 

και φώναξε και πε
στους καφεμάντες του Φραπέ:
μίλησα μια, μίλησα δυο… 

εγώ, είμαι πόλη και χωριό!!

. 
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
%ce%b7%ce%b7%ce%b3%ce%b7%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86%cf%86
.

Η αντάρτισσα μάνα

 
.
– Γιε μου, μου λες θε ν’ ακουστούν αυτά που σε τρομάζουν.
– Θα σε πικράνω, μάνα μου, μα πρέπει να σ’ τα πω.
Όσα που ξέραμε απ’ τα χθες, βυθίζουνε, ρημάζουν!
Νιώθω από νιος πια γέροντας που ζει δίχως σκοπό.
.
Ό,τι με πάθος, πίστεψα, θα πρέπει ν’ αναιρέσω.
Θα πρέπει να παραιτηθώ, να σβήσω, να χαθώ!
Άνοιξε τάφο, μάνα μου βαθύ για να χωρέσω.
Δώσε από τ’ άνθη μύρα σου το σώμα να πλυθώ.
.
– Αγάπη μου, δικό παιδί που σου ’πιανα το χέρι,
που χάιδευα, μη πικρανθείς και πάθεις μαρασμό…
– Τ’ άδικο, μάνα, τ’ άδικο μας κυβερνά και χαίρει.
Μας σπρώχνει προς την άβυσσο· μας θέλει το χαμό.
.
– Πάλεψε! γιε μου, πάλεψε και πιε από το φαρμάκι.
Από τ’ ανθρώπινο και πιε της κάλπικης ψυχής.
– Δίχως πια πίστη, μάνα μου, πώς να μπορώ, λιγάκι;
– Βάσταξε, γιε μου, βάσταξε! δεν πρέπει εσύ στη γης
.
πρέπει, – κατάρα στους μωρούς που κυβερνούν τους τόπους!
σ’ όσους περίσσια βγάζουνε και κρύβουνε σοδειά.
Να μην τον ίδιο θάνατο γευτούν με τους ανθρώπους.
Όλες, οι μαύρες οι ψυχές, σε μι’ άβυσσο – σπηλιά!
.
Δίχως ταφή και δίχως τους, παπά να τους διαβάζει:
Δίχως λιβάνι και χωρίς εξόδιο, προσευχή!
– Έλα, μάνα μου, ξάπλωσε, γείρε γιατί βραδιάζει.
Φίλα με ’δώ, στο μέτωπο, να ευφράνει σου η ψυχή.
.
ΙΙ
.
Μάνα μου, κλαις; Μη το κρατάς βαθιά μες στην ψυχή σου;
Η στεναχώρια, είναι χτικιό που τρώει τα σωθικά.
Κλάψε! μα δώσε μου μαζί να πάρω την ευχή σου.
Αύριο, ψηφίζω, μάνα μου, να πάψω δουλικά…
.
– Εδώ, δεν έχει λυτρωμό, δεν έχει να σ’ ακούσουν…
– Ασθμαίνοντας, πώς να τα πω με κόσμια την ορμή;
Επί σκοπόν κι αμίλητος πριν τα πτηνά λαλήσουν,
θα μακελέψουν τ’ άμοιρο που γέννησες κορμί.
.
– Παιδί δικό και σπλάχνο μου και σάρκα της σαρκός μου,
δεν έχω εγώ στον πόνο σου παρά να σου μιλώ.
Μπορεί το γήρας να’ φτασε κι ο Θάνατος εμπρός μου,
όμως, σε θέλω αντάρτη μου! Νεκρό και σε φιλώ.
.
Μάνα, τι λες; Δεν το χωρά κι ο νους δεν επιτρέπει!
Μας πρέπει να ματώσουμε γι’ ακόμη μια φορά;
– Δίχως πατρίδα λεύτερη, παιδί μου, τι να “πρέπει”…;
Δείξε μου γη και σου ’ρχομαι, να πιάσω τη σπορά.
.
– Μου λες… να πάρω τ’ άρματα; να πιάσω το τουφέκι;
Να γαντζωθώ στ’ απόκρημνα και στην υγρή σπηλιά;
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μα… στο μυαλό δε στέκει.
– Όποιος δεν θέλει λεύτερος… καλύτερη η θηλιά!
.
ΙΙΙ
.
Είναι βαρύς ο πόνος μου, κάθε που σε κοιτάζω.
Τι μαραζώνεις, μάτια μου, δίχως ελπίδα, πια;
Όλο τον κόσμο φέρνω σε στα πόδια και σου τάζω,
μ’ από τις τόσες ομορφιές, πια δε ζητάς καμιά.
.
– Μάνα, δεν ίδιος ο καιρός, καθώς που τον θυμάσαι.
Ίδια δεν είν’ τα κρίματα, δεν είναι κι ο κλαυθμός.
Δεν ήθελα να σου τα πω για να μη μου λυπάσαι,
όμως, σκοτάδι, μάνα μου• βαρύς είν’ ο καημός.
.
Ήρθαν της Δύσης άρχοντες και πήραν μας τα κάλλη.
Τ’ όμορφο χώμα, πήρανε. Μηδ’ άφησαν, ανθό.
– Έρμο παιδί… Σου ’χω σταυρό κει δα, στο προσκεφάλι.
Πιότερο εγώ με τ’ άνθη μου, παρά να μαρανθώ.
.
– Πήραν τα! μάνα, πήραν τα! Μηδέ ’μεινε και κάμπος.
Μηδέ και δάσος, έμεινε, μηδέ από τα βουνά.
Μόν’ ο σταυρός σου απέμεινε με κείνο του το λάμπος,
να ρίξει φως στα δύστυχα, που ζουν στα σκοτεινά.
.
ΙV
.
– Ξύπνα, παιδί μου, να χαρείς την άνοιξη που φτάνει.
Γιατί στενάχωρα κοιτάς τον κόσμο από μακριά;
– Νοιάζομαι, μάνα και πονώ ποιος το παιδί του χάνει.
Ντύνω μ’ αιθάλη το κορμί και φορεσιά μαβιά.
.
Κοίτα, μανούλα, κοίτα την πώς η χαρά προσμένει.
– Σκούρο, παιδί μου, σύννεφο πλησιάζει φθονερό.
Αδιάφορο ποιος ζωντανός και ποιος πρώτος πεθαίνει.
Αδιάφορο ποιος που πεινά και που διψά νερό.
.
– Μάνα, λες πως στα ψέματα τόση χαρά μου τάζουν;
– Το παραμύθι βρεφικό και  σ’ το ’μαθα καλά…
Δίγλωσσα φίδια οι άνθρωποι που δηλητήρια στάζουν.
Δύστυχος όποιος δεν νογά και το μυαλό σφαλά.
.
Θα δεις ψυχές κατάλευκες κι άλλες πιότερο μαύρες.
Παρηγορήσου, θάρρεψε κι απόμεινε να δεις:
Τέσσερις είναι οι εποχές κι αυτές κρύες και λάβρες.
Ποτέ σου, γιε μου, μη δεχτείς στα δουλικά να ζεις…
.
V
.
( Θέλει – μου λέει – το δύστυχο, να φύγει για τα ξένα…
Πίσω τη μίζερη ξανά ν’ αφήσει αυτή στεριά…
Να φορτωθεί τις πίκρες μας στους ώμους του, και πάλι
να φιλιωθεί με τ’ άραχλα της Δύσης τα θεριά).
.
– Είν’ ο δικός μου λογισμός άτι δετό που τρέχει.
Είμ’ ένα σίδερο σκεβρό ριγμένο στη φωτιά.
Γκρίζες οι μνήμες προσπερνούν καθώς καιρός που βρέχει.
Άπατρις είμαι, πρόσφυγας! Πουλί στην ξενιτιά.
.
Εγώ, δεν έχω να χαρώ, δεν έχω να γελάσω…
Μόνο μου θέλουν βάσανα, κλαυθμό και στεναγμό.
Όταν στ’ απέναντι στενό μού πρέπει να περάσω,
το βλέμμα ρίχνω καταγής, άλλoν μη δω διωγμό.
.
Είμ’ ένας διάβολος! στοιχειό στα μάτια των ανθρώπων.
Είμαι της λέπρας γέννημα με το κορμί πληγές.
Έχω το δέρμα κίτρινο και φέρω των ενόχων.
Εσύ είμαι! που μου σφάλιζες τα μάτια σου στο χτες.
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
۩▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬۩
 water-png-photos
.

Δυτικά της βροχής

.
Πόσο λατρεύω τη βροχή!
Σαν περπατώ μες στο τραχύ
παρθενικό ακρογιάλι,
κάθε μου έγνοια και καημός,
κάθε πληγή και σπαραγμός,
αποχωρίζει αγάλι.
.
Και σαν αργόσυρτα κινώ,
απ’ το στρατί για το βουνό,
κι από το δάσος μέσα,
στερνή φορά πίσω κοιτώ
να δω ποιος δένει το λυτό,
στης θάλασσας την τρέσα.
.
Και παίρνω πάλι το στρατί,
με τα παιδιάτικα «Γιατί»
τ’ αθώα, να βασανίζουν:
«Ποιος την πληγή, ποιος τον χαμό,
ποιος τον καημό, τον σπαραγμό,
και ποιοι που μου τα ορίζουν».
.
Κι έτσι, ως αρχίζει πάλι η ηχώ,
στο όμβριο το ρέμα το ρηχό,
κει που η βροχή σταλάζει,
ως παραδέρνουν τα νερά,
νιώθω μιαν άπλετη χαρά,
την ώρα που χαράζει.
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

 
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 
ssssssssssssssssssssss 
.

Θα με θυμάστε!…

.

Θάλασσες κι άστρα κι ουρανοί και ντάμα της σελήνης,
ό,τι κι αν έγραψα για σας ποτέ μου ειρωνικό…
Σκοτάδι, δεν με κέρδισες, σύρε μακριά, μη μείνεις.
Χαϊδολογάτε, σκέψεις μου, με φως κανονικό.
 
Ένας Παράδεισος! Κι εγώ, που λούφαξα εκεί μέσα…
Θα με θυμάστε: Είμαι η βροχή με της δροσιάς τη στάλα.
Μεθυστικό τριαντάφυλλο στης θάλασσας την τρέσα.
Μια νότα εγώ, που χάθηκε στης νιότης τ’ αφρογάλα.
 
Εγώ, στον ύπνο των παιδιών που νείρονται παιχνίδια.
Εγώ παράθυρο ανοιχτό με τα λουλούδια απ’ έξω.
Εγώ του βράχου τ’ αρμυρά τα ξέπλεκα στολίδια.
Φάρος!! του κάθε ναυαγού, κει που ’θελε να φέξω.
 
Θα με θυμάστε!… Ήμουν εγώ, του λογισμού καράβι…
Εγώ, που σας ταξίδευα σ’ απάνεμους καιρούς…;
Τώρα… που δέσαν του Berlin οι στοιχειωμένοι κάβοι,
θάλασσες κι άστρα δεν θωρώ, μηδέ τους ουρανούς…
 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 

Χωρίς Γη ΙΙ

.

Ελλάς

.

Κάθε σαν θάλασσα με πλήττεις τίποτα.
Ίσως για σένα να μιλώ δεν είχα.
Απ’ όσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ανείπωτα.
Ότι μ’ αρνήθηκες σεβάστηκα κι απείχα.
.
Για σένα πλήθυνα της θάλασσας τα ονόματα.
Στους λογισμούς μου ακρόπρωρο είχα σένα:
Στοιχειό που πάλευε σ’ ενός καμβά τα χρώματα,
κινώντας στ’ άγρια τα νερά πέρα στα ξένα.
.
Μύρα σου στέλνω απ’ τ’ αστρικά κι άνθη μαγιάτικα
κι ό,τι από τ’ άλλα ξενικά τ’ άγνωστου κόσμου
που, σ’ τα συνάζω τα πρωινά τα κυριακάτικα,
να τ’ αναδεύεις πλέρια στ’ άρωμα του δυόσμου.
.
Για σένα μίσεψα στ’ ανέβαθα του σύμπαντος,
– άλλοτε δίχως να μπορώ να σ’ ανταμώσω –
κι έτσι που χρόνια καρτερώ σ’ έν’ άστρο ακύμαντος
εύχομαι ρίζα να γενώ και να ριζώσω.

 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
animated-dove-gif-8dove1
.

Της μοίρας, ξένοι…

.

Της μοίρας ξένοι το ’θελαν, 
βράδυ, με το φεγγάρι… 
– Γλυκό μου παλικάρι, 
μην πας στην ξένη γη.
 
Είν’ το ταξίδι δύσκολο,
κι είσαι παιδί· στερνό μου,
νιώσε το βάσανό μου,
κι άκουσε την κραυγή:
 
Εδώ μείνε και πάλεψε
κι ας είναι στερημένα…
Κλάψε! κι εγώ για σένα –
πριν η ψυχή, πληγεί.
 
Είν’ άγριοι τόποι, ξενικοί,
παρηγοριά δε θα ’βρεις…
Της ξενιτιάς της μαύρης,
σαν σε κελί η φυγή.
 
Πιότερο, γιε μου, στις ερμιές
μιας δύσκολης πατρίδας…
Παρά λειψής ελπίδας,
δίχως χαρά η αυγή…
 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 footprints-in-the-sand-psd-435363

Σύρτις shark87sm

.

Τελευταία, αποφεύγω να κοιτάζω προς την ντουλάπα.
Είναι γιατί, στο κατώφλι της, βρίσκω φύκια και άμμο
και επί της άμμου, βαριά ανθρώπινα πέλματα.
Κατά τα μεσάνυχτα, στο λώρο – φως της σελήνης, 
και σχεδόν ως τη μέση του δωματίου,
ξεπροβάλλει μορφή σκυλόψαρου, μιμούμενη
το σήμα κινδύνου. Έχει μέρες, που φτάνει ως το κρεβάτι, 
ψιθυρίζοντας μου το ρήμα, “Βυθίζεται”.
 
Ακόμη, διακρίνω έναν σαφώς ακανόνιστο διαταραγμό 
στο σωματότυπο του κύτους, καθώς
και μία λιτότητα πάγκαλου ύφους.
 
Γιατρέ, με προσέχετε…; 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
 
%cf%81%ce%b3%ce%b7%cf%84%ce%b7 
.

Σύρτις ΙΙ

 
 
Η πόλη, και αυτά που συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό, τον έπνιγαν.
Σκέφτηκε ν’ ανοίξει το φινιστρίνι της αποδράσεως…
Μιας ώρας δρόμος θετικής σκέψης ήταν, προς τη θάλασσα.
Έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον παρασύρει κοντά της.
Της μίλησε, ακραγγίζοντας την αργοκύμαντη αθωότητα του χυτώνα της.
Με το υγρό της γαλάζιο, γέμισε μια σύριγγα όνειρα
και την έστρεψε προς τις φλέβες του.
Το πρόσωπο του, θύμισε Γενάρη μήνα και βαρυχειμωνιά·
σκοτεινό τοπίο αχερουσίας.
 
« – Τι κόσμος», ψέλισε…
Έγειρε, και όστρακο κούρνιασε στη ραϊσιά ενός βράχου.
 
Κάποτε, ξύπνησε! Και το μόνο που έμενε να θυμάται
ήταν οι πατημασιές στην άμμο
και της δεξιάς φτερούγας το πράσινο πτίλωμα.
. 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
ξκ tree-of-life
 

Δεν είναι…

.
Δεν είναι που πέθανε – τρεις μήνες,
στα ξαφνικά, μες στο χειμώνα.
Δεν είναι της υγρασίας εκείνες
οι ρίζες, που του τρίβονται στο γόνα.
.
Δεν είναι το στενάχωρο κιβούρι
και η μοναξιά που τον πληγώνει.
Δεν είναι που του βάλανε για γούρι
ματόχαντρο, στο στήθος του που λιώνει.
.
Δεν είναι που γράφει κάτω από το χώμα
με μία περίσσια της κνήμης του πένα.
Δεν είναι το καλό που φόρεσαν στο σώμα
κοστούμι, και ξεχάσανε μια χτένα.
.
Δεν είναι π’ αρχίζει να ξεχάνει
τους φίλους, που δεν τ’ άναψαν κεράκι.
Δεν είναι που δεν βλέπει να ξεκάνει
της κάσας του τ’ αχόρταγο σαράκι.
.
Δεν είναι που δεν αντέχει πια την πείνα,
γιατί και πριν την ίδια ζούσε…
Δεν είναι γιατί τα παπούτσια του απ’ την Κίνα,
αυτά από πάντοτε φορούσε.
.
Είναι γιατί τον είπαν οι “Πατέρες”
κορόιδο! και του πήρανε το σπίτι.
Είναι γιατί, τα αιμοπετάλια – σφαίρες…
όταν τον είπανε, «Κοπρίτη».
 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬
 
5-148d29bad2e53e03ec4
.

Όποιος θέλει να νιώσει ευτυχής, μη νιώσει τώρα…

 
.
Τ’ αγάλματα Χλωμά, αποστεωμένα. 
Η πολιτεία, βυθός
με σπασμένο μπούσουλα,
με τσακισμένη κερκόπορτα…
 
Κοιμωμένη σε βρήκα,
φιμωμένη και αιμορραγούσα,
βασκαμένη, πικρόθυμη,
αφημένη στις ορέξεις των…
 
Ντύσου!
Βάλε τις δάφνες και τα στέφανα,
και τα διαδήματα…
 
Νεράιδα,
παντοδότειρα…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

bc0a9aa6ff214bad9ef2d659a59ad85a

Του κοπρίτου του δεύτερου

.

Δύσκολα χρόνια,
εγκυμονούν ερπύστριες
και δημοσιογράφοι,
ρουχολόγοι
και ζωδιομάντες,
μαγειροκόμοι
τηλεχαμόγελοι
και κοινωνικοστοιχηματίες.
 
Οι παγκοσμιοποιημένοι πάγκοι των λαϊκών
με Καλάσνικοφ και εικόνες Αγίων· 
κρυμμένα τα φρούτα. 
 
Χρόνια παράξενα…
 Ο Παρθενών
στήνεται και ξεστήνεται,
σ’ επιμήκυνση. 
 
Η ματωμένη ποδόσφαιρα
κι ο κοπρίτης ο δεύτερος.
Οι αξίες και υπεραξίες
στ’ ακροχείλι τ’ ανέργου·
το ψωμί λειψό… 
 
Σε ασθενοφόρους καιρούς, ποσώς:
Για το κλείσιμο του ματιού μιας ηλιαχτίδας
στον καβάλο της άνοιξης. 
 
Ώρα Φουκοσίμα : 14:46:23
. 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
blog-montagne-randonnc3a9es-grenoble 

Αί γραμμαί των ορέων

.

Σας φαντασιώθηκα, Θεόδωρε,
παραλληλίζοντάς σας
με τας πτυχάς της σταφίδος
που, εκ της μίας πλευράς
του μετώπου της,
φέρει πλείστας γραμμάς 
 – καθώς των ορέων –
 και, εκ της ετέρας,
 ακατασχέτους ρωγμάς, 
ομοίας με τα κελύφη 
νεοσσών πτηνών 
κι ορνίθων…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

.

tholos_reconstr

Ιδέα

.

Ελλάδα: Μήτρα εσύ της Γης και λίκνο των ανθρώπων,
στ’ όμορφο πάνω σώμα σου φέτος δεν ήρθε Μάρτης.
Δεν ήρθε μι’ άνοιξη γλυκιά να πρασινίσει ο κάμπος,
να μπολιαστεί το χώμα σου και πάλι να καρπίσει.

Δεν ήρθε μέλισσα χρυσή μηδέ πουλί κι αηδόνι,
δεν έφτασε το φωτεινό της γαλανότητας σου,
των δειλινών δεν έφτασε το πολυαγαπημένο.
Ήρθε μόν’ τ’ άστρο της αυγής, αυτό που τρεμοσβήνει.

Πώς νιώθω σε, πόνο βαρύ σαν τη σιωπή σε οδύνη.
Πώς νιώθω σε, Θράκη μισή ποτέ πι’ αναστημένη.
Βλέπω μονάχα μαυρανθούς στο μέλλον των ματιών σου.
Βλέπω σταυρούς μαρμάρινους, τα πετροχελιδόνια.

Ελλάδα: Θήλυς άφθαρτο. Δαυλέ συ των αχράντων,
άδολο λίκνο ασύγκριτο στην ύπαρξη των κόσμων,
δεν πρέπει ακάμωτη χωρίς της δόξας το στεφάνι.
Της Γης φτάνουν οι λεύτεροι να σε δαφνοστολίσουν.

 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
 
e11d81b3e08fc585826dafe91290abfb 

Μπλε και πράσινο            umkum

.
Δεν μοιάζει στα γλυκά νερά της θάλασσας η αρμύρα.
Όσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πήρα.

Όσες φορές κι αν πλύθηκα, τη νιώθω απάνωθέ μου.
Γονυπετής και κλαίγοντας παρακαλώ σε, θέ μου:

Κάμε να πάψει η θάλασσα το σώμα μου να ραίνει,
να νιώσει λίγο απ’ τη δροσιά, η σάρκα η φλογισμένη.

Το έρμο κορμί μου, βάλλεται! δεν γαληνεύει, διόλου.
Θαρρώ, το χρώμα της το μπλε πως είναι του διαβόλου

καθώς, αλλάζει! πράσινο, γίνεται· κει, στη ρήχη.
Άλλο κακό στο σώμα μου, θέ μου, να μη μου τύχει.

Παρακαλώ σε, Ποσειδών, σ’ το λέγω εγώ, που σ’ είδα:
Τούτο το σώμα, ως φλέγεται… δεν άλλο απ’ την πατρίδα…

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
e59bbee789877oak-3
 
.

Αυτόχειρα φύλλα

.
Αγάπες μου, φύλλα μεμιάς που πέσατε απ’ το κρύο,
που πληγιασμένα κείτεστε στα μάτια μου μπροστά,
πώς με ταράζει κίτρινο το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Πώς με τρομάζει, απ’ το κλωνί να ζείτε χωριστά.
.
Αχ, περσινές ψυχούλες μου, αγαπημένα φύλλα,
που σας θωρώ να σέπεστε στην κλίνη αυτής της γης,
στο θάνατό σας, δεν μπορώ μη νιώσω ανατριχίλα.
Για δεν μπορώ, στ’ αντίκρυ μου το χρώμα της πληγής.
.
Αγάπες μου, ώριες ψυχές που φεύγετε σα πέρα,
που δε φοβάστε τον γκρεμό μηδέ και τη θηλιά,
ποιο μοιρολόι για να ’πλεκα με λεκιασμένη σφαίρα;
Μύρο – μελάνι μου η ψυχή, κι η σκέψη μου, αγριλιά.

.

Αυτόχειρα φύλλα ΙΙ      gr

 
.
Φύλλα που πέσατε σωρό – μεμιάς από τ’ αγέρι,
που κείτεστε τώρα νεκρά στη γης μακάβρια εικόνα,
δίχως ταφή έτσι ασάλευτα κοντά στο μεσημέρι,
πόσο να ξέρατε πονώ και τούτο το χειμώνα.
.
Πώς ν’ ασπαστώ τη δύστυχη τη μάνα εκείνη κλάρα,
που θέλει – λέει – να γκρεμιστεί και κάτω να τσακίσει
και πώς, μη νιώθει στ’ άσαρκα κορμιά των σαστιμάρα,
όταν για κείνα δεν μπορεί τιμή για ν’ αποτίσει.
.
Πώς ν’ ασπαστώ τα δύστυχα κείνα μικρά κλωνάρια
που δίχως τα, λυπητερά τούς κράζουνε στο χώμα:
Μη φεύγετε, αδερφάκια μας, πούθε κινάτε σμάρια;
Ήρθ’ ο χειμώνας ο βαρύς! Θ’ αργήσετε, γι’ ακόμα;
.
Πόσα στο δέντρο για να πω και για να καλοπιάσω,
δίχως εκείνο να κοιτά πώς σέπονται τα φύλλα;
Σκέφτομαι: Πρέπει κι άλλη μια για κείνα να κοπιάσω.
Ντύνομαι μαύρο φόρεμα και μου φορώ μαντίλα:
.
«Ωωω! πώς σπαράζεται η ψυχή μπρος στο δικό σας πόνο.
Ποιο μοιρολόι για να ’γραφα δίχως στιγμή να κλάψω.
Κάθε χειμώνας, βάσανο! Ως ξεκινώ, τελειώνω».
(Πόσα, για φύλλα κίτρινα κι αυτόχειρα να γράψω…)
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
3d-rainbow-swirls-psd70087
 
.

Ουράνιο τόξο

.
Και ύστερα, τίποτα.
Το πάθος, έγειρε και ξάπλωσε
στην άκρη της λήγουσας.
Αυτή, σιώπησε.
Πήρε κουβέρτα το θυμωμένο της βλέμμα
και το σκέπασε.
Με σεντόνι της τους εφιάλτες,
διπλώθηκε έμβρυο
με την ελπίδα μιας αναγέννησης.
.
Το πρόσωπό της, ήρεμο τώρα.
Και το χαμόγελό της, είχε μία προοπτική.
Μόνο για μια στιγμή έδειξε πόνο,
για λίγο.
Μετά, ατένισε με σιγουριά το μέλλον
μίας ονειρικής πραγματικότητας.
Ελεύθερη από δεσμεύσεις,
ανέβηκε στο αγαπημένο ουράνιο τόξο της
κι αφέθηκε να κυλήσει ως τα έγκατά του.
Να βρει τους θησαυρούς που από παιδί έψαχνε
και που της έλεγαν οι μεγάλοι.
.
Το πρωί, ήταν όλοι εκεί, στα μπαλκόνια τους, –
οι πάντα αδιάψευστοι μάρτυρες στις καταπτώσεις
των αυτοχείρων αγγέλων.
.
Αργότερα, την έπαιρναν με τ’ ασθενοφόρο.

.
 
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
unnamed
.

Νικηφόρος Μανδηλαράς

.

Απόψε, αντίστροφα η παλιά γυροπυξίδα στρέφει
κι ένας καιρός αλλόκοτος, τα χάη παρακινεί.
Βαρύ μας θραύει καιρικό και με θυμό μας γνέφει,
καθώς του φάρου αργός κλαυθμός μοιρολογά, θρηνεί.
.
Κληρονομιά μάς δόθηκε του ρημαγμού μας η έγνοια.
Της λησμονιάς ο ατίμητος πελαγινός λυγμός.
Πότε του ανέμου πένθιμα, φαιδρά, μαλαματένια
λόγια· και πότε ένας οικτρός πνευματικά πνιγμός.
.
Μες στα βαθύσκια σύθαμπα δόλια προσμένει μοίρα.
Στο στόκολο, κείν’ η φωτιά που σιγοκαίει, δεν σβεί.
Ξεθωριασμένα πρόσωπα που διάβρωσε η αρμύρα,
σαν να μην είχαν, γενικώς υπάρξει· ή και συμβεί…
.
Λόγια! Λόγια που ειπώθηκαν δίχως χαρά και χρώμα.
Πάνω σε χάρτη κείτεσαι κι αναμετράσαι ωχρός.
Το σώμα σου, που σέπεται δίχως ταφή και χώμα.
Το μυστικό, που μπόρεσες και δεν είπες νεκρός.

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
 
.

Πένες
.

.
Η καραβίσια πένα μου, σταμάτησε· δεν θέλει…
( Με δίχως μπάρκο, πώς μπορεί να πει για τα ταξίδια;
Με δίχως, κείνο τ’ άλικο το φως, απ’ τα μπορντέλα…
τους λογισμούς μου, πώς μπορεί σωστά για ν’ αποδώσει;)
.
http://gmanetas.blogspot.gr/
.
Η δεύτερή μου, η στεριανή, έπαψε πια να γράφει.
( Με δίχως δάση, ρεματιές, με δίχως τα λουλούδια…
πώς να μπορέσει, λεύτερα να στέρξει το μελάνι,
σπόρος να γίνει κι άνοιξης χόρτο – βαθύ κλινάρι;)
.
http://dimitradelakoyra.blogspot.gr/…/08/blog-post_9284.html
.
Η τρίτη, της πολιτικής, είν’ της ντροπής η πένα.
( Αυτή, δεν έχει λογισμούς παρήγορους κι ευφράδειες.
Έτσι ασημένια, ως κείτεται δίκοπη μοιάζει κάμα.
Αυτή, μιλά γι’ ανθέλληνες – πολιτικούς, προδότες!)
.
https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/2005/03/14/5/
.
Η τέταρτη, μ’ όψη σφοδρή, είν του Θανάτου η πένα.
( Τούτη, την έχω με άλυσο δεμένη στο κατώγι.
Μαύρο θυμίζει Χάροντα που ζεύει τ’ άλογό του.
Θάλασσες, τούτη, δε νογά! ούτ’ ευανθούς και φαύλα…
.
Σαν είναι τούτη, για να πει… σαν είναι για να γράψει…
αλλοίμονο! στον δύστυχο το νου που την κατέχει:
Θα θέλει αυτόν κάτω, νεκρό· στην άβυσσο, θα θέλει.
Αυτήν, δεν θέλω να κοιτώ, δεν θέλω καν ν’ αγγίζω…)
.
http://georgemanetaspoetry.blogspot.gr/

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 
.
article0mchabocka-cslewis-drawing
 
.

Δεν είναι…;

.

Στον Κώστα Καρυωτάκη

Δεν είναι θάνατος να κάθεσαι μόνος
στο καφενείο, δίχως κάτι να κάνεις;
Δεν είναι θάνατος του διπλανού σου ο πόνος
να μη σε πιάνει, και να θες να τον ξεκάνεις;
 
Δεν είναι θάνατος η βιζόν γούνα
και το: “Ας την είχα κι ας μη τη βάλω”;
Θάνατος δεν είναι αλλού να…
πηγαίνεις να σου «φτιάχνουν» τον καβάλο; 
 
Δεν είναι θάνατος να μη ζεις την ουσία
και πάντα να ’σαι σ’ αδιάβατο δρόμο;
Θάνατος δεν είναι τα κρύα τ’ αστεία 
του βουλευτή, με το ταγάρι στον ώμο;
 
Δεν είναι θάνατος αδιάφορος να ’σαι
όταν πάνε για να σε ντουφεκίσουν;
Θάνατος δεν είναι να κοιμάσαι 
όταν θέλουν την πατρίδα να πουλήσουν;
.
Δεν είναι;
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

sweet-eve-ardbeienplantgreen-grass

Μόν’ τα λουλούδια…

.

– Μην είναι η σκέψη μου, ζαβή; Μη το μυαλό μου, χάνει;
Ποιος το μαντρί μου ξόδεψε κι απόμεινα στη στάνη; 
– Μην γλίστρησες και η κεφαλή σου βρέθηκε από κάτω;
– Πώς το βαρέλι σάπισε και πιάσαμε τον πάτο;

Μην η καμπούρα, τύχη μου; Μη φταίει το ριζικό μου; 
Μην είδε απόσκιο ο Xάροντας και θε τ’ αρχοντικό μου;
Απ’ όταν που γεννήθηκα, όλα μου μοιάζουν ίδια!
– Μην ο κλαυθμός σου ψεύτικος, καθώς απ’ τα κρεμμύδια; 

– Μη και πιστεύω, θαύματα; Αυτά που υποσχεθήκαν…;
– Χάθηκαν δυο μες στο The Lost κι ακόμη δε βρεθήκαν.
– Τι θέλω εγώ και σκέφτομαι…; Μόν’ τα λουλούδια, μόνο! 
– Απ’ την αυλή του και μετά, ξένο ποιoς θέλει πόνο;

– Μην είναι η τέρψις άκαιρη των λουλουδιών, που θάλλουν;
Μην είν’ τα μύρα απατηλά, ψευδώς καλεστικά;
Μην είν’ οι οσμές, αγνές ψυχές οπού με περιβάλλουν;
Μην έχουν μύχια μυστικά, τα παρασιτικά;

– Μην η κραυγή σου, ψίθυρος; Παροδικά είν’ τα ρίγη;
Μην είναι η κρίση σου ζαβή κι ακόμη, ο λογισμός;
– Μην της ψυχής μου ο πυρετός, οπού με καταπνίγει;
– Μην οι πληγές σου, υποτροπή και παραλογισμός;

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

%d1%8f%d0%b4%d0%b5%d1%80%d0%bd%d1%8b%d0%b9-%d0%b3%d1%80%d0%b8%d0%b1-773230

Δίχως χαμόγελο…

.
Πού πήγε η νύχτα; Πού πήγαν τ’ άστρα;
Μήπως σωριάστηκαν πέρα, μακριά;
Πούνε ο δεντρόκηπος, κείνη μου η γλάστρα;
Γιατί δεν παίζουνε πια τα παιδιά;

Μην αλλού πήγανε και δεν τα βλέπω;
Η Γης μην έπεσε σ’ άγρια σκλαβιά;
Μην δεν υφίσταμαι και πια δεν πρέπω
γι’ αυτό και γύρω μου γκρίζα, μαβιά;
.
Και πώς θα ζήσω δίχως εκείνα;
Όλος ο κόσμος μου, ήταν αυτός!
Δίχως πατρίδα; Δίχως Αθήνα;
Δίχως τον ήλιο της, που ’ταν λαμπρός!
.
Δίχως τα δέντρα; Δίχως τη φύση;
Δίχως χαμόγελο, γιατί να ζω;
Μπα! Δεν θα γκρέμισε, θεριό είν’ η κτίση!
Να, βλέπω έντρομο κάποιον πεζό:
.
Καλέ μου άνθρωπε, τι σου συμβαίνει;
Κάτι σε ρώτησα! δεν απαντάς;
– Το τέλος έρχεται και μας προφταίνει!
– Όχι, Θεέ μου! Κι ο… Σαμαράς;
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
 

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

.

ffg

Στης ηθικής το τρίστρατο

.

Ελάτε! ελάτε, φίλοι μου, καλοί μου ανθρώποι, ελάτε!
Εδώ, στην κλίνη τη δική. Στο σπιτικό μου, εμπάτε.
Εγώ, δεν έχω ανάστημα, δε μου ’μεινε πια, σθένος.
Μη με φοβάστε, μείνετε! είμαι ο φονιάς, ο ξένος…

Καθίστε εδώ, στης κούτας μου το βρώμικο κλινάρι.
Δείτε! πού τ’ ανευλόγητο κοιμάται παλικάρι.
Λάμια κακιά, με ζήλεψε, Μοίρα και με μισούσε.
Έκλωθε πλάι στη μάνα μου την ώρα που γεννούσε.

Δίχως θυμίαμα, μιαν ευχή, με δίχως τ’ αγιοκέρι…
Θαρρώ νύχτα πως ήτανε, που μ’ άδραξε απ’ το χέρι.
Πρόσφυγα, μ’ είπε. Αφρικανό. Γύφτο. Κίτρινο – Ασιάτη.
Είμαι το μίασμα κι η ντροπή στου κόσμου την εμπάτη.

Ελάτε! μη με ντρέπεστε, μη με φοβάστε, διόλου!
Δεν είμ’ Εβραίος, ούτ’ Άραβας στο στόχο του Διαβόλου…
Φταίει, η δική που μ’ έκλωθε κουβάρι, λάμια – Μοίρα.
Στης λογικής το τρίστρατο λάθος τον δρόμο πήρα.

………………………………

Εγώ, σπίτι δε γνώρισα. Απ’ όταν, που θυμάμαι
με ξενικά και δανικά, καλούμαι να κοιμάμαι.
Κι αν είναι ο δρόμος, σπίτι μου! Η πίσσα τούτη, ρούχο!
δεν σας ζητώ… παρά δική τη λευτεριά να μου ’χω…

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

.

Ελλάς ΧΙ

.
.
Το νησί
.
.
Το ’χω καιρό στο κιάλι μου και σιγοκλαίω σαν γράφω
για τ’ άμοιρο τούτο νησί, το πάντα ορφανεμένο,
το δίχως κάποιον πάνω του να χολοσκάει, να νιώθει
μέχρι, στην πόρτα να γρικάει του μεντεσέ το γρύλο.
.
Ποιο πεπρωμένο το κρατεί και δεν βυθίζει, αλήθεια,
δίχως χαρές παιδιάτικες και δίχως χαμογέλια,
δίχως στον μόλο να προσμένει τ’ άσπρο, τ’ ασκωμένο
το χέρι, για χαιρετισμό στο πήγαινε, στο καλωσήρθες.
.
Οι ξενιτιές μην έφταιξαν κι έρμο τώρα φαντάζει
και στέκει μεσοπέλαγα σαν πάντα ορφανεμένο,
δίχως γερόντους, δίχως νιους και δίχως τις κοπέλες
μωρουδιακά ν’ απλώνουνε πού φτάνει ο αγέρας, ο ήλιος.
.
Τ’ άνθη, τι φύονται στις αυλές κι εύοσμα ολόρθα στέκουν
κι απ’ τους γιαλούς, τι γνέφουνε τ’ αμέτρητα αρμυρίκια
όταν, δεν έχει στο νησί ένα βλέμμα, για να στρέψει.
Όταν, χαμένο σε άμπωτες και σε παλίρροιες, κείται.

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

.

jjjj

.

Αναμετρήσου μ’ τ’ άδικο γεια

.
.
Όσο ’ναι ακόμη μπορετό κι όσο ’ναι ακόμη μέρα
κι όσον η τόλμη της φωνής σου απλώνει στον αέρα,
τα τρυφερά και νιώθουνε τ’ αγέννητα κι οι γέροι,
πως της οργιάς το μέτρημα τ’ ορίζεις μ’ ένα χέρι,
.
θα χαμηλώνει ο τύραννος το βλέμμα και θα σκιάζει
και θα κονταίνει, βρίζοντας τον ήλιο που τον λιάζει,
για δε φαντάστηκε ποτές πως ένας μόνος φτάνει,
τα πέρα γκρίζα σύννεφα τ’ αψήλου, να λευκάνει.
.
Αναμετρήσου μ’ τ’ άδικο γεια, τ’ άδικο να ξέρει
πως το δικό σου μέτρημα τ’ ορίζεις μ’ ένα χέρι,
κι ας μη φαντάστηκε ποτές ο τύραννος, πως φτάνει
Ένας! Ήρως που τάχθηκε το Κτήνος ν’ αποκάνει.
.
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

.

Ηθικά

.

Ο αγνώμων νους, δαίμων εστίν τε και δικαίως λογάται Κτήνος. 
Η αλήθεια δεν χειραγωγείται μηδέ αποκρύπτεται, 
πολλώ δε μάλλον η αγάπη. 

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

Πώς ν’ αγαπήσεις…

.

Πού πεταλούδα, για να δεις; πού γη, για ν’ ακουμπήσεις;
Πού πεύκου σκιά να δροσιστείς, να γείρεις, να πλαγιάσεις.
Άνθρωπο πού, να ’χει καρδιά και νου για να μιλήσεις,
να του χαϊδέψεις τα μαλλιά, μ’ αγάπη ν’ αγκαλιάσεις.
.
Πού μέλισσα, να βρεις χρυσή; μια μυγδαλιά, ν’ αγγίξεις.
Πού ρεματιά να ’χει νερό, να πιεις και ν’ αποκάμεις.
Θάλασσα πού και βότσαλα στα μακρινά να ρίξεις.
Λάκκο! να βγάλεις μια κραυγή, τον πόνο σου να γιάνεις.
.
Σύννεφο πού, δίχως θολό τον ουρανό του να ’χει.
Πού νύχτα, ν’ αποκοιμηθείς με την ψυχή γαλήνια,
να γείρεις το κορμάκι σου κει στου βουνού τη ράχη,
να σε ξυπνήσουν τα πουλιά, μες στης αυγής τη γρίνια.
.
Μα… πού χαρά, να ξαπλωθείς… να γείρεις, το κορμί σου…
Να δεις πώς τ’ άστρα στ’ αργαλειό ξεπλέκουνε το φως τους!
(Πώς ν’ αγαπήσεις άνθρωπο – θεριό με τη μορφή σου,
όταν δεν ξέρεις τι ζητά και ποιος είν’ ο σκοπός του…)

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

.

Εις την πλατείαν

.
.
Πεδίον του Άρεως
.
 
Α Καρυωτάκη, Παλαμά, Καββαδία,
με δίχως δάφνες πια και δίχως στεφάνια.
Στην πολύβουη την άλλοτε από κόσμο πλατεία
τ’ αγάλματά Σας – μαραμένα γεράνια.
.
Περίλυπος στέκω κοιτώντας και φρίττω
με στόμα τί χαύνο και φρένα σπασμένα.
Στων αρίστων τα πλήθη φανερά διακηρύττω
πώς πάλλεται ο κόσμος μας με “φώτα σβησμένα”.
 
…………………………………
 
Δώθε – κείθε κουτάκια και σπασμένα μπουκάλια.
Κιτρινόχρους γι’ ανθός στο κλωνάρι καπότα.
Made in China στο πλάι δίχως τούλι βεντάλια
και του δήμου οι λάμπες μ’ άνευ ρεύμα και φώτα.
.
Ζήτω! Ζήτω φωνάζω κι όλοι πέριξ μου: «Ζήτω!
μα δεν είναι σαν κείνα που ‘χαν σθένος και τόλμη.
Ναπολέων ντυμένος στο Δαφνί διακηρύττω
μιαν ιδέα δική μου: Μένει χρόνος! γι’ ακόμη…
.
 
 
.
.
 
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.

greekyddg_2

Δίχως Ανάσταση

.
Ζυγώνει ανήλιαγος καιρός σφοδρά να μας χαλάσει.
Μία πυρκαγιά στο στήθος σου, που σιγοκαίει καιρό.
Δίχως πατρίδα, Ανάσταση, δίχως παπά, γιορτάσι,
πώς απ’ το πέλαο, μου ζητάς καλά να σε θωρώ;
.
Χάραμα· φως ανέσπερο μας ραίνει και μας γιάνει.
Δέσμιοι, με δίχως κάγκελα και δίχως φυλακή.
Απ’ της καμπίνας το κελί στο ξενικό λιμάνι·
βγαίνεις, και ψάχνεις εκκλησιά ν’ ανάψεις το κερί.
.
Λες η ψυχή σου Ελληνική, ίσαμε μ’ ένα στρέμμα.
Στα στερημένα μάτια μου, αθάνατη, χρυσή!
Μι’ άνοιξη πώς περίμενα για να σε δω στο γέμα
να σ’ ασπαστώ, πατρίδα μου, με δίψα περισσή.
.
Μαύρο πουλί στην πλώρη μας τον κόρφο ξεψειρίζει.
Απόψε, ήθελα δίπλα σου, να κράταγα σφιχτά
καθώς, η σκέψη βάλλεται και στο μυαλό μου ερίζει
φωνή, που λέει για σένα πια κανείς δεν ξενυχτά…

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬

.
ikkk
 
.

Αισχρός ο αιώνας…

.
Οι άρρενες, δεν υποκλίνονται, όπως…
μηδέ χειροφιλούν την δεξιάν απολήγουσα.
Αισθητικά, λιγοστέψαμε, Άρη:

Σόρταϊμ οι έρωτες
με τους όφιδες έξαλλους
“παρά πόδα ή επ’ ώμου”
ν’ αλαλάζουν: άξιος ! άξιος !
.
κι απ’ το βάθος,
αναζητώντας παράδεισο,
να κρένει θυμώδης
με φωνή Καζαντζίδη,
ο αιώνας αισχρός·
 
 ατελέσφορος.
.
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۞۩ஜ▬▬▬ 

animated-globe-gif-globe

Η ξύλινη εσάρπα μου 
έρημος
κι εγώ σε καρτερώ 
στο κατώφλι
πλάι σε πεσμένα φύλλα
.
Το τελευταίο χαμόγελό σου
αμφίβολο 
.
δυο μέτρα που ’φυγες 
και λέω πως φοβάμαι
.
Τις φωτιές! Τις φωτιές!
.
Δεν βλέπεις;
.
μου αφυδατώνουν την νεότητα 
.
Γύρνα! Μόνο δυο μέτρα
πριν να ‘ναι αργά
.
Πριν να με καταπιούν
ξενιστές και σαράκι…
 .
.
Μάτι Αττικής 2018
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
piop

“Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι”
.
Κωστή Παλαμά:

.
Το σπίτι που γεννήθηκα, θα πέσει να πλακώσει,
γιατί δεν είχα που χρωστώ της τράπεζας τη δόση.
Μηδέ και πόρτα μ’ άφησαν, τοίχο, μπογιά κι ακόμα
το μαλακό του κήπου μου κατάσχεσαν το χώμα.
.
Κάθε λουλούδι π’ αγαπώ, κάθε του κήπου γλάστρα.
Δεν πήραν μόνο την ψυχή και των ματιών μου τ’ άστρα.
Μια πέργκολα, που ’χα λειψή, την πήρανε κι εκείνη.
Οι στοχασμοί κι οι σκέψεις μου, σκιές που ’χουν ξεμείνει.
.
Ακόμη, πήραν τη χαρά, μου πήραν την ανάσα.
Τέσσερα βάλαν στον νεκρό χερούλια, αντί κάσα.
Θυμάστε, κείνο το μικρό τ’ αξήγητο κοράσι;
Το ’χα κι εγώ στον κήπο μου, μα πήραν το στα δάση
.
γιατί, με δίχως ΑΦΜ, δεν είχε να δηλώσει…
Χωρίς κλειδάριθμο θαρρώ, θα το ’χουνε σκοτώσει.
Παρακαλώ σας, Παλαμά, πείτε μου, τι μου μένει;
Το σπίτι που γεννήθηκα, να το πατούν οι ξένοι…;
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
.
vm
.

Πολιτικό μήνυμα

 
Στης κολάσεως τ’ ατίμητα πέρα διώξετε σκότη,
κει που τ’ άσεμνα ζούνε δίχως δάκρυ, ψυχή.
Κει που δείχνουν με δάχτυλο τον χαφιέ, τον προδότη,
κει που η “ θάλασσα” σέπεται, γιατί στέκει ρηχή….
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
 
%ce%bc%ce%bd%ce%b2
.
.

Το Ψεύδος

.
Σκοτεινή σαρανταετία, 1974 – 2014 –
Η στυγνή δικτατορία των “Δημοκρατών”
.
Αναθέματα
.
Θέμα αναθέματος: Το κυνοβουλευτικόν ψεύδος
.
Ηγεμών εγώ και μέγας άρχων αρχαίος της τάξης της αβύσσου δεύτερος
και Ιούδας εγώ της φυλής της πρώτης των ανθρώπων
κατοίκησα στο θηρίο των στομάτων εκείνων βδέλλα
και αφαίμαξα και μετάγγισα έως των επιγόνων τα σίελα
ψεύδη εξ’ αίματος ικανά να διαφέρουν της αληθείας, ένα:
.
Των πολέμων θυμός εγώ τροφός και στέφανος των κενοδόξων βασιλέων της Γης
έστρεψα τους αυτούς ανεντίμους εις φιλαργυρία – πορνεία – φαυλότητα και διαστροφή 
και αφού φύτεψα το σπόρο της ατιμωρησίας, θέρισα με το δρέπανο της συντελείας 
διότι τα φρονήματα των αμαρτιών πολλαπλάσια των αναμενόμενων ήσαν,
τα δε της ηθικής κατάντιας και εξαθλίωσης κέρδη, απροσμέτρητα και πέραν κάθε προσδοκίας.
.
Για τα παραπάνω της απρεπείας αναίσχυντα, τα μέγιστα ευχαριστώ
και ιδιαιτέρως στρέφω τόσο προς τους την φαυλότητα υπανθρώπους διψασμένους για εξουσία
που από τα νερά των πηγών της ανομίας μου ξεδίψασαν τελώντας καθήκοντα ψεύδους,
όσο και τους μυήσαντες την ιδιοτέλεια και πάσα άλλη διαβολή και απάτη,
ισόθεους προς εμέ, ασεβείς.
.
Το Ψεύδος
 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
 
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
 

Στον «λατρεμένο μας» Χένρυ Κίσινγκερ 

.
.
Θα φροντίσουμε, Χένρυ, σαν σε πάν’ για το μνήμα, 
τα κανόνια τρεις μέρες για τα σένα να βάλλουν.
Χίλιες να ’χει σελίδες τ’ όνομά σου στο λήμμα.
Τα κανάλια κι ο τύπος μόνο εσέ να προβάλλουν:
.
«Δάφνες, στέφανα δόξας! Αδερφέ, συγγενή μας!
Έτσι πρέπει κι εμείς να σε νιώσουμε οικείο.
Τεθλιμμένοι με δάκρυα τη στερνή την ευχή μας, 
και θα πρέπει να λέμε με κραυγές προς το Θείο:
. 
«Γιατί, πήρες, το φως μας; Πώς θα ζήσομε, τώρα;
Άγιο μύρο να γίνει κι άρωμά μας η τέφρα.
Βαθύ σκότος να πέσει για τρεις μέρες στη χώρα.
Να μας πρέπουν σεισμοί, η πανώλη και η λέπρα».
.
(Ποιος μπορεί φανταστεί σε, σε τον άνακτα πρώτο,
ξαπλωμένο, το σάπιο ν’ ατενίζεις κορμί σου;
Οι τυχάρπαστοι εμείς κατοικούντες στο Νότο,
σαν εικόνισμα θα ’χομε την «σεβάσμια» μορφή σου). 
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
 
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
%ce%ba
.

A, Τούρκε…

.
Τις λέξεις μου, γράφω σιγά και πια μόνο για σένα. 👉 grece-papillon
Τούτη δεν είναι μου η στιγμή κι οπού ’θελα να ζω.
Γύρω σκοτάδια. Σαν πληγή μ’ ακούγεσαι στα ξένα.
Το βλέμμα μου, στρέφει γι’ αλλού, μου αρνείται να σε δω.
.
(Άμα στρεβλά μου τα ’πανε και λάθος τ’ αποδίδω,
ας μου δοθεί μια σάρισα μεμιάς να σκοτωθώ!

Να μου βληθεί θραύσμα βαθύ σε φυλακή του Βίδο.
Να γκρεμιστώ απ’ το Ταίναρο για ν’ απολυτρωθώ).
.
Πείσμονας είμαι. Δεν ξεχνώ… Το δίκοχο και πάμε!
Φέρω κορφιάτη κύτταρο και πάππο μπιστικό.
Μιαν απλωσιά τα πόδια μου, τρεις θάλασσες και να με:
Τούρκε! Α, Τούρκε! δεν νογάς ποιος είν’ τ’ αφεντικό…
 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
 
.
%cf%81%cf%85%ce%b7%cf%84%cf%81 
.

T’ ακρόπρωρο 

 
.
Θέλεις του ορίζοντα η γραμμή, ζημιά που μου ’χει μείνει;
Θέλεις το κιάλι, που ’ν’ θαμπό και δεν καλά θωρώ;
Σου λέω πως το ’δα, χρόνια πριν το πόστο του ν’ αφήνει.
Να ’ταν, ανάγκη του η φυγή; Να πω, δεν το μπορώ.
.
Ένας βαθύς μόν’ στεναγμός ακούστηκε απ’ τα πέρα.
Σειρήνες κι άγρια του βυθού, του δείχνανε για πού.
Και τότε, τ’ άτρομο θεριό, το σκαλιστό απ’ αγέρα, 
έδωσε μια και χάθηκε, στο διάβα του βυθού.
.
Τώρα, τις νύχτες που σφοδρός καιρός τα πλοία ξεκάνει,
λεν πως το σχήμα του σαν δεις, θα βρεις τη συμφορά.
Άμα σε δει που το κοιτάς, μπορεί να σε τρελάνει.
Σαν άβυσσος – λεν – η κραυγή, καθώς κείν’ η φορά….
.
Απόψε, η μοίρα το ’φερε, βαρδιάτορας και πάλι
να ξαναδώ τ’ άγριο θεριό απ’ τη μεσαία την τρέσα.
Σκούπισα κείνο το θαμπό παλιό μου ματοκιάλι.
Στο καθαρό και τρόμαξα, σαν είδα το κει μέσα.
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 
.

Business

.

Χιαστί ρεμέντζο οι κάβοι σου και βίρα εκεί που πρέπει.
Τ’ άστρα στ’ αμπάρια φόρτωσε για να τα πάμε αλλού.
Δέσε στα στρίτσα ή πλήρωσε τον άγγελο που βλέπει,
για να μην πει τα θαύματα πού πάμε τ’ ουρανού.

Μάινα τις μπίγες κι ύστερα σφαλίζεις πλώρα – πρύμα.
Βιάσου! στ’ όκιο της άγκυρας και πες μου πού καλεί.
Το ναυλοσύμφωνο ακριβό κι ο χρόνος είναι χρήμα:
Το τίμημα, γέρνει σ’ αυτούς που πάντοτε ωφελεί.

Δέκα δεξιά! Κράτα γραμμή τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Σε χίλια χρόνια ξύπνα με, τη Νέμεσις σαν δεις.
“Την Ανδρομέδα πούλησε, τον Σείριο και τον Άρη”.
Πέρυσι ξεπουλήσαμε το χρώμα της αυγής.

Το πλοίο κυλάει στα κύματα μιας θάλασσας γαλήνιας.
“Τρεις ήλιους θέλω να μου βρεις κι από τις μαύρες τρύπες!”
Βάβα Ρουμπίνα μ’ τα ’λεγες σε παραμύθι – ορμήνιας:
«Τούτον τον κόσμον, γιόκα μου, τον διαφεντεύουν γύπες».

Κάβο Alemania η γάσα σου – θηλιά για το λαιμό σου.
“Σύρε τη Γη στ’ αμπάρια σου και πούλα την αλλού!”
(Βγάλε το μάτι το ζαβό και βάλε το καλό σου…
Τα σφάγια, τρών’ κουτόχορτο την ώρα του σφαγμού).

 .
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
hhhhhhhhhhhhggdf
 

Του νταβατζή  ΙΙ

 
Του νεοταξίτου 
 
– Οι πλόκαμοί μου, τρεις οργιές…
Το βλέμμα, μ’ άγριες συννεφιές
μόνο μετριέται…
 
Είμαι στο πρόσωπο τραχύς,
θ’ αρνιόσουν, ν’ αναμετρηθείς…
– Ποιος συλλογιέται….
 
Ανάποδά σε, που κοιτώ,
σε συλλογίζομαι Χριστό…
– Κάν’ το σταυρό σου!
 
Άμα θυμώσω, μην μπροστά
αυτός που εμένα μου χρωστά…
– Δεν είμ’ εχθρός σου!
 
Δεν έχω στόμα εγώ, φωνή,
μήτε ντουντούκα και χωνί…
κλειστά έχω χείλη.
 
Μήπως, πειράζει που κρεμώ
εδώ, στο πέτο και κοσμώ,
ξερά τ’ Απρίλη;
 
– Εσέ, σου πρέπει απλοχεριά,
κι όχι μακάβρια μαχαιριά…
Εσύ, μας πρέπεις!
 
Πάρε ντουφέκι, να χαρείς,
να κάτσεις πάνω τους βαρύς…
Μη δεν αντέχεις;
 
– Όχι! Μπορώ τις προστυχιές…
– Δώσε καινούριες προσευχές,
μιαν άλλη πίστη…
 
Γκρέμισε! χάλασε φυλές,
συνέτριψε τους μ’ απειλές…
– Κάνε με, μύστη!…
 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
701socratesaristotle-ancient-greek-philosopher701plato%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb%ce%bb
.

Ελευθερία

.

Ελλάς IV

 
.
Την ομορφιά σου θαύμαζαν
κάθε που σε κοιτούσαν
κι ήταν ο κόσμος γύρω σου
κι όλοι για σε μιλούσαν
και φλόγιζαν τα μάτια σου
απ’ την πολλή χαρά.
.
Κι αυτούς που τόσο φρόντιζες
ταγίζοντας τα μύρια,
οχτροί σου τώρα γίνανε
ζητώντας ’κατομμύρια
κι ο κόσμος όλος χάθηκε
κι η τόση σου χαρά.
.
Και ξέχασαν τις ομορφιές
κι όσα σου ’χαν θαυμάσει
και σου τα πήραν όλα σου –
μα πώς να τους προφτάσει
που ολόρθη τώρα στέκεται
και με λυγμούς θρηνεί.
.
Μαύρες οι μέρες της κυλούν
μα πάλι αυτή ξεχνάει
και στα παιδιά που γέννησε
τη λύπη της ξεσπάει
μέχρι βαρύς ο πέλεκυς
της ξενιτιάς ξανά.
.
Μα ήρθε η μέρα κι έφτασε
σε αστροπελέκι πάνω
η Ιστορία και φώναξε:
«Ήρθα να σε προκάνω!
Ακούσαμε τον θρήνο σου 
κι ό,τι που σε πονεί.
.
Κόρη που σε θαυμάσανε
κι έθνη χαλιά σου στρώσαν
όσες φορές τα μάτια μου
για σένα μού βουρκώσαν
ήταν γιατί όσα μου ’δωσες
σε μάρμαρο γραφτεί.
.
Τώρα σήκω και φώναξε
τα σύμπαντα ν’ ακούσουν
κι όσοι πολύ σ’ αδίκησαν
στις δάφνες να σε λούσουν
πριν ο θυμός μου αβάσταγος
και η πένα μου βαριά…»
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
3d-color-smoke-overlay-psd92938
 

Σας κρούει την θύραν…

.
Ελευθερία ΙΙ

.
– Μα… πού γυρνάς, πού χάθηκες;
– Ποιος με ρωτάει, στα ξένα;
– Αν την ιδέαν αρνήθηκες
θέλω να πω, σ’ εσένα:
«Δεν τ’ άκουσες; Δεν τα ‘μαθες;
Πάει καιρός, που εχάθη…»
– Την πρόκαμα, στα βάθη
πριν από τη θανή
.
κι είπα: «Ποτέ πια θάνατο
ω Ελευθερία, μη ζήσεις,
μόν’ της χαράς σου τ’ άχραντα
τα δάκρυα σου να χύσεις,
να μπολιαστούνε τα νερά,
του κόσμου τα ποτάμια·
ως να βυθίσει η Λάμια,
οπού ‘θελες κι εσύ.
.
Βιάσου! Ο κόσμος στέρεψε,
μόνο καημός μου φτάνει…
Δεν έχει λεύτερη λαλιά,
μοιάζει να ‘χει αποθάνει.
Δεν ανασαίνει, δεν νογάει
πια τ’ αντιπάλεμά του.
Τη νίκη, τη δικιά του,
την έκαμε θανή…
.
Έλα! και γίνε πέλαγος,
και δάκρυ γίνε, πάλι
να θρέψουν κρίνα και μυρτιές
κι απ’ των ανθών τη ζάλη,
ν’ αναγαλλιάσουν οι ψυχές,
να γιάνουν, των ανθρώπων…
Ως η σκοτία των τόπων,
μας δώσει ένα κλωνί…»

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
1458382471
.
Τους κατ’ εξακολούθησιν σεσημασμένους και δη
τους κατά συρροήν ποιητές, να μην τους εμπιστεύεστε.
Διότι αυτοί φέρουν αυτοβούλως το θάρρος της γνώμης των…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
 
.
ΤΘΞΘΚ9Κ
.

ΟΗΕ: «Ο έχων νουν ψηφισάτω… «

.

Πόση να κρύβει μοναξιά τούτος ο κόσμος· Πόση…
Ψυχή θυμίζει αμαρτωλή που θέλει να λυτρώσει.
Μου λέγανε, της μοναξιάς θα «πρέπει» αυτής να μοιάσω.
Στα θλιβερά κι αναίσχυντα, τη σκέψη να ταιριάσω...
.
Κάλλιο μια σφαίρα να βληθώ και μαχαιριά στα στήθη!
παρά να σκύψω καταγής, να υποκλιθώ στη λήθη.
Έγνοια δική μου, να βρεθώ στης θάλασσας τα βύθια,
για να θωρώ πού κρύβεται η ορφανεμένη αλήθεια.
.
Πιότερο φύλλο να παρθώ σε φύσημα του αγέρα.
Κραυγή να γίνω και λυγμός ως τη στερνή τη μέρα.
Εγώ, στο πέτο μου κοσμώ το ευωδιαστό θυμάρι.
Δεν φέρω στάμπα νεκρική και ταφικό λιθάρι.
.
Έχω τ’ Ανθρώπου ανάστημα και προσδοκώ μια νίκη.
Τη Λευτεριά ταξίδεψα στα μάκρη και στα μήκη.
Τώρα… ένα κήπο λαχταρώ κι ένα του δάσους ρέπι.
Για τ’ απρεπή, ξενύχτισα! Άκου για σε τι «πρέπει».
.
Πλάσε στο χέρι μι’ Άνοιξη κι αν δεν μπορείς, φαντάσου!
Το θεϊκό σου ανάστημα στο νήμα και προφτάσου.
Ορθώσου! Νότος και Βορράς, Ανατολή και Δύση.
Κάθε φυλή! Κάθε λαός! Κι αφέντης; Μόνο η φύση.
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
diablo3threadtest
. 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
.

Όψεως πέτρα

 
.
Στην αθέατη πλευρά
της μητρίδας των κόσμων
αιφνίδια μπήκε, – τυχαία
κι έζησε τους σπαραγμούς
μίας σαρκοβόρας πυράς μορφής
που παραμόνευε κυοφορώντας
μέλλοντα συνωμοτικά
συντελείας
καταγόμενα του Θανάτου.
.
Σε σπήλαια των ηφαιστείων της
ρήγματα
και από τις οπές αυτών
αβυσσαλέοι στην όψη
κλειδούχοι
μ’ ονόματα λήθης
πρωτόφαντα
και στο μέτωπο αυτών
αιματώδες τριγράμματο
χάραγμα σπείρας.
.
Από μίας ρωγμής εισήλθε
παρακάμπτοντας
την κοινή των διαστάσεων
και βρέθηκε σε χώρο
ακάθαρτο
που εκεί μιλούσαν
την πρωτόγλωσσα των ανθρώπων
βρίζοντας ακατάσχετα
τόσο
που δεν της επιτρέπεται
παρά να σιωπήσει.
.
Σας λέγει μόνο τούτο:
«Ενοράσθαι και λογίζεσθαι».
.
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 .
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
 
.

Ελλάς VII

.
Θάλασσα· κύματα μπροστά πελώρια και βυθός.
Χιαστί δεμένη σε θωρώ στα δεκαεφτά κουβούσια.
Στου νου μου μέσα το γλυφό, του κάλυκα ο ανθός
σκύβει και πίνει απ’ τα νερά της λήθης τ’ αχερούσια.
.
Ντύθηκες κράτος – δόλωμα: Κεντίδια και φλουριά…
Τώρα παλεύεις το θεριό και το στοιχειό να φύγει.
Μαζεύεις κάθε θραύσμα σου με διάθεση βαριά,
όμως, ό,τι εμπιστεύτηκες, σε ζώνει και σε πνίγει.
.
Ένα κατάστρωμα όνειρα, τα πήρες στο βυθό.
Πόση γαλήνη κρύβεται στα κάτω του κυμάτου!
Να σ’ ασπαστώ δεν πρόλαβα και να συλλυπηθώ.
Κλαίω, έναν τάφο ασώματο με δίχως τ’ όνομά του
 
……………………………………..
 
Ακουμπιστή να σε θωρώ κι ασάλευτον εσύ!
Φίδι γλιστρά και κάθεται στα ωχρά τώρα σου χείλη.
Η χωρισμένη Κύπρος μας στο βλέμμα μου μισή.
Στο αποκομμένο σώμα σου, η Θράκη μας και οι “φίλοι”.
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬  
.

Κερύνεια

.
Ήταν ο Αττίλας που άλωνε της Κύπρου το περβόλι,
μέρα Σαββάτου κι άρπαζεν της Κερυνείας την πόλη.
Ο γιος της κυρά Μαριγώς της Γιαννακού, ο Τάσος,
έπεφτε κάτωθεν νεκρός κει που ‘παιζεν, στο δάσος.
.
Ρεύει κατάρες η Μαργώ και το φιλά στο στόμα,
την ώρα που ‘σβηνε το φως κι ανάδινε το γιόμα.
Κάλυπτε το κορμάκι του με τα σκουτιά της θλίψης,
προσευχομένη κι έκραζε: «Παιδί μου, μη μου λείψεις».
.
Σαν το ‘δε ο Τούρκος ο φονιάς, αρχίνισε να κλαίγει!
Δεν του το χώραγεν ο νους, δεν ένοιωθε τι φταίγει.
Έστρεψε τ’ όπλο στην καρδιά, και πριν να καταλάβει…
Αγκαλιαστά κι αρχίνισεν η μάνα να τα θάβει,
.
να τα σταυρώνει, να εύχεται παράδεισο για κείνα,
κει που οι φασίστες φρόντισαν, σε Άγκυρα κι Αθήνα,
κει που τα σπρώξανε οι τρελοί του πόλεμου οι αυθέντες,
οι γέροντες! που επιθυμούν να χάνονται οι λεβέντες…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3
.
7u 

Σιίζω

.

Αϊ αϊ Κύπρε τάλαινα, αί δέ πλατύ κύμα θαλάααη!

Ναι, σ’ αντίκρισα μες στο σκοτάδι
δακρυσμένη, στο σώμα μισή.
Ήσουν πέτρα, μεσόγειο νησί,
σε σημάδι…
Και σε ρώτησα, ελλήνισα φίλη,
ποιος το σώμα σου, θέλει μισεί;
Κι είπες: «Είναι κορμί το νησί,
κι ανατείλει… 
 .
Ο πρωτόγονος νους, που με βάλλει,
είναι κτήνος αρχαίο και ποθεί…
Το κορμί, που ζητάει να δοθεί,
γέννες θάλλει. 
 .
Τριπλομάνταλη φέρομαι πέτρα 
που σιωπά κάθε λύσσας ορμή…
Στο πρωτόπλασμα φέρω κορμί,
Έθνη! Μέτρα…» 
 
 .
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
.
%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3
helicopter-bewegende-animatie-0037caza 
.

Κύπρος 1974 ΙΙ

.
άνθρωπε…
.
Απόκοσμο μοιάζει το φως του φεγγαριού που φτάνει.
Γκρίζα π’ αστράφτουν σύννεφα μάς βάλλουν με βροχή.
Στ’ άναστρο ισχνό και σκοτεινό το απατηλό λιμάνι.
Του στοχασμού η καρίνα μας, σε θάλασσα ρηχή.
.
Από το μόλο κι ύστερα, παραπατάς, διστάζεις.
Τ’ άγρια συγκρίνεις κύματα, με κείνα της στεριάς…
Χαρτογραφείς και ντρέπεσαι. Ματώνεις και τρομάζεις.
Κλαις καταγής κι οδύρεσαι. Σωριάζεσαι μεμιάς.
.
Μες στις παλάμες σου μπορείς τον ήλιο, το σκοτάδι.
Μες στην καρδιά σου το σωστό και τ’ άδικο, μπορείς!
Λευκό και βάψε της ψυχής το μαύρο σου ρημάδι.
Γυμνώσου! Πέτα το μαβί το ντύμα που φορείς.
.
Πλέει το καράβι της ψυχής, σ’ ήρεμο αν θέλεις τόπο.
Και της καρδιάς τα φύλλα της σαν θέλεις, μ’ ευανθούς!
Άμα πανί έχεις κι άνεμο, δεν θέλει πολύ κόπο.
Δες το φεγγάρι, ως αναδύεται μέσ’ απ’ τους βυθούς…
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας

 

.

%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3%ce%b3

.
gug
.

Της φωτιάς

.
Ααααχ, να ‘χα στόμα η θάλασσα της Σμύρνης, να μιλήσω…
ν’ απαριθμήσω τους νεκρούς που κράτησα στα χέρια.
Να σηκωθώ απ’ τα βάθη μου θεριό για να ρωτήσω:
Ξένοι! Α, ξένοι! Οπλίσατε του Αγαρηνού τ’ ασκέρια;
.
Ανάγκη μου το ‘χω να πω, καθώς στα βύθια κάτου
μωρά, νεκρά ελληνόπουλα κοιμίζω κάθε βράδυ.
Μοιρολογώ λυπητερά Σμυρναίικα του θανάτου,
κι ως τα σκεπάζω, τα φιλώ με παρηγόριας χάδι.
.
Παρακαλώ σας! φέξτε μου να ξεπλυθώ απ’ το αίμα
της πικραμένης της γενιάς της αδικοχαμένης.
Να μη χαρώ ποτέ ξανά της ομορφιάς το γέμα.
Ίδια η ψυχή μου ελλήνισας μάνας χαροκαμένης.
.
Φέρτε μου σκούρα σάβανα και φέρτε μου τα μύρα
και φορεσιά μου, φέρετε της άβυσσος, το μαύρο.
Εγώ είμαι! Η κυρα – θάλασσα, η μαυροντυμένη χήρα.
Την περηφάνια που ‘χασα διψώ πάλι για να ‘βρω.
 
……………………………….
 
Μαρία! Ελένη! Παιδί μου, Τάσο!!
Δημήτρη! Ρουμπίνη! Αντώνη! Λεϊλά!!
Αχ η έρμη, κουράστηκα και πώς να σας φτάσω.
Παιδιά μου, πού πάτε; ( Κανείς δε μιλά…)
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
srgrt
 

Κούρδοι

.
Στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν

.
«Θέριευε η ψυχή θωρώντας του λυκόφωτος τη χάρη.
Φλογισμένα ρίγη – σάμπως το μυαλό σε πυρετό.
Στο θαμπό του λογισμού του, τον συντρόφευαν οι φάροι
και με λάμψεις, του θυμίζαν κάθε τι ‘ναι μπορετό.
.
Διύλιζε η ματιά τούς ίσκιους να ‘βρει πέλαγο η ψυχή του.
Έγνοια μόνη του τ’ αχνάρι της αυγής τ’ αλαργινό».
– Δείξε του, πώς να κιαλάρει την αναίσχυντη εποχή του.
Μάθε του, πώς να γνωρίζει τι δεν είναι αληθινό.
.
– Γιε μου! λιόκαλο στολίδι, συ του σύμπαντος αστέρι,
που δεν ήθελα να μάθεις, που δεν ήθελα πληγείς…
Βγες απ’ το θαμπό σκοτάδι κι έλα πιάσε μου το χέρι
να σου δείξω, ποια δεν πρέπει και ποια πρέπει για να δεις.
.
«Πέφτει, το παιδί, σφαδάζει μέσα στ’ άγνωστο ταξίδι.
Γκρίζο σύννεφο η ματιά του – σάμπως από πυρετό.
Γκρέμισε, γιατί του δείξαν πόθεν τέρπεται το φίδι:
Έμαθε, η ψυχή του ανθρώπου για το τι ‘ναι μπορετό…»

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
.
crow_png3113456cab7a0f0ccae812d2b1191a24233b 183268-183208-122do5v

Κόρακες

.
Άτιμε κόρακα, που χτες αφαίμαξες το βιος μου,
που μ’ άρπαξες και δεν θα δω να υψώνεται σα πέρα
το καλαμπόκι το παχύ το καταπράσινό μου,
το καλαμπόκι που ‘θελα να θρέψω τα παιδιά μου.
.
Απόκαμα μωρέ σκυφτή σπυρί – σπυρί στον κάμπο
να βάζω της στα σωθικά, να βάζω της στα σπλάχνα,
κι ήρθες ‘σύ κακορίζικο τον κόπο μου ν’ αρπάξεις,
να κλέψεις την προικοσπορά, που ‘χα γι’ αλλού ταμένη.
.
Ανάθεμά σε, κόρακα, που σκιάχτρο δεν φοβάσαι,
παρά μονάχα σκέφτεσαι τ’ αχόρταγό σου στόμα,
δίχως να νιώσεις μια στιγμή τον πόνο το δικό μου,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς, μην πέσω κι αποθάνω.
.
Τι σου ‘κανα, μαύρο πουλί και θέλησες το βιος μου
και τ’ αμπελιού και μου ‘φαγες την καρπερή πατάτα·
σαν την ακρίδα κι έφερες και του σογιού τους κλέφτες
τ’ αρπακτικά, τα βάρβαρα τα στίφη των φονιάδων…
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
dhthbf
.

Αέναες επαναλήψεις

.

– Στάσου, παιδί μου. Άκου, για λίγο…
– Ήλθεν η ώρα μου, να φύγω.
Στερνό μου “Γεια σας”.
Μάνα, πάτέρα, για τα ξένα
– με δίχως αδερφή μου εσένα –
φεύγω μακριά σας.
.
Γκρέμια και βύθια θα διαβαίνω.
Στις προσβολές θε να σωπαίνω,
στην καταφρόνια.
Μα, σαν ξυπνώ, σαν θα κοιμάμαι,
εκείνα πάντα θα θυμάμαι,
τα πρώτα χρόνια.
.
– Κάλλιο, παιδί μου, στερημένος
παρά στην ξένη πικραμένος…
Εδώ, κι αγάλι…
Όσοι ξαπλώνουν δίχως χάδι,
τους κατατρώγει το σκοτάδι,
τους καταβάλλει.
.
Πού θα ‘βρεις Άνοιξη, ίδιο λάμπος!
Όπως της Κέρκυρας ο κάμπος
να πρασινίζει;
Ίδια πού θα ‘βρεις φύση, γέμα.
Όμοιο καθάριο θήλυς βλέμμα,
να σε κερδίζει;
.
– Πρέπει, πατέρα μου, να φύγω.
– Στάσου, παιδί μου. Άκου, για λίγο!
– Στερνή φορά σας.
– Κατάμονος σου, πού πηγαίνεις;
– Μανούλα μου, μην επιμένεις.
(Ω! συμφορά σας…)

.

1978

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
folsom_prison_ball_and_chain 
.

Της πολυκατοικίας

.
Στο διάδρομο…

.
Τη σύναξή τους, γνωρίζω
από τ’ ανάλαφρο
των βημάτων τους
και από τους ψιθύρους…
Εδώ, κρίνονται δίκες λαμπρές
από δικαστές “αμέμπτου ηθικής”
που αποφασίζουν
εκ των προτέρων
λαιμητόμους – καρέκλες
για τους ενόχους.
.
Στο δικαστήριό τους,
μορφές αλλόκοτες
με γλώσσες μακριές
σαν ξίφη,
με χαμόγελο αχινού
κι ασφόδελο βλέμμα,
σκιρτούν αλαλάζοντας
με κραυγές εκσπερμάτισης.
.
Η εισαγγελεύς,
του ανιδιοτελούς δικαστηρίου τους,
κραδαίνει το χέρι
προτείνοντας ποινές αγχόνης.
Ορίζουν οι ένορκοι
και η πρόεδρος αποφασίζει:
.
«Θάνατος!
.
Με το πέρας των δικών
οι δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις
ακροβολίζονται,
κατάκοπες
ασυντρόφευτες
παραδομένες στο σκότος
της ανοργασμικότητάς τους.

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
 
.
%cf%86%cf%84%cf%86%ce%b3 
.

Των πολέμων η έλαφος

.
Είμαι κείνο το στοιχειό
στη μελάνη του Ομήρου,
που δόθηκε μια νύχτα
νησί στον Οδυσσέα:
Η Καλυψώ
.
Είμαι κείνη η παλαιά
πρωτομέδουσα
στη ρότα της Αργούς,
η φέρουσα την τρίαινα
του Ποσειδώνα
.
Είμαι κείνο της Τροίας
τ’ οξειδωμένο βέλος
στο πόδι του Αχιλλέα,
τ’ αδηφάγο παλάτι
των ηρώων
.
Είμαι κείνο το όριο
σκαιό λίκνο
στη θύρα του τέλους,
ιέρεια της Κίρκης
και πειρασμός της αγνότητος
.
Εγώ είμαι, ναι! η
των Σειρήνων ολέθρια αοιδός
στο καράβι του Οδυσσέα.
Η δεικνύουσα την κερκόπορτα
προς Αγαρηνό
.
Εγώ είμαι, ναι! η
όλων των Εθνών πόρνη
με τ’ ανομολόγητα ονόματα,
στα σκέλη μου, βασιλείς
υποτάχθηκαν
.
Εγώ είμαι, ναι! η
των ενόχων θηλάζουσα,
η φερομένη φωλεά κοιτίδα
της λόγιας λήθης.
Της Ιστορίας, το έρεβος
.
εγώ είμαι, ναι…

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
afafa1

 

Τούτες τις ώρες, ντροπιάζεται το χώμα που θα μ’ έθαβε…

 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 

 
.
t6h
.

Μη μου ζητάς

.
Στην αργή φορά
του λεπτοδείκτη,
γκρεμίζει ο χρόνος,
χάνεται.
.
Μη μου ζητάς,
Ελλάδα.
Δώσε μου χρόνο,
να ξεχάσω…

 .
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
7ku
.
Διατάραξαν της νοήσεώς μας τον άξονα…
.
Πάρτε θέση:
……………

Η πνευματικότητά μας και περισυλλογή
εθεάθη, παραμορφωμένη πόρνη στη δύση της…
 
.
Πού οδηγούμαστε; 
.
Ορμώμενοι από το σύμπτωμα της ατυχούς κρίσεως των… ειδημόνων, 
θα πρέπει να καταδείξουμε την ένοχο διαγωγή και να καταλογίσουμε
τις ευθύνες, σε όσους κατέταξαν εαυτούς στην χορεία των εκλεκτών…
.
Η εθνική αυτή τραγωδία που έλαβε χώρα στις 26 Αυγ 2007, πιστοποιεί
την ανικανότητα των δήθεν, ιθυνόντων εγνωσμένου κύρους και πείρας… 
Το ακατονόμαστο αυτό πλήθος, να διωχθεί διότι καμία υπηρεσία
δεν διέθεσε προς τους πληγέντες και τίποτα δεν φρόνησε.
Εάν οι πράξεις τους, συνιστούν κατά νόμο έγκλημα,
να διαπιστωθεί ο βαθμός της προθέσεως…
Όσο το σύμπτωμα υποτροπιάζει και ο καταλογισμός
των ευθυνών αργεί, θα καθυβρίζουν και θα ασχημονούν
επί των νοητικών μας λειτουργιών.

Χάριν λοιπόν της ανωφελίμου πράξεως προς την πατρίδα, ας κρίνουμε
τους “Tότε και τους Tώρα”, καθώς και την ασύμμετρη απειλή που ασκεί,
της όποιας αρχής το βαθύ κράτος, στον τόπο μας….
.
24 -7 – 2007
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
Iuventa_Radar
 
.

Πολιτικό μήνυμα ΙΙ

.
.
Με βλέμμα υπερόπτη, να σε κοιτάει
μ’ εκείνο το ύφος το στείρο – κενό,
κι απ’ της ψυχής του τ’ άπατα χάη,
με ηλιοβασίλεμα κι εσπερινό,
.
από τα βάθη κι από τα σκότη,
(μορφή θρασεία, πολιτική)
κει που τα ερέβη και η ματαιότη,
κει που το Τέλος καραδοκεί,
.
σκέψου! κι ενθάρρυνε του νου σου τ’ άδειο…
Φθινοπωριάτικα, με γλώσσα τεφρή,
απ’ τα κανάλια κι από τα ράδιο,
πολιτικάντηδες – προδότες, εχθροί
.
το μέλλον θα υπόσχονται, σιγουρεμένοι
πως πάλι, για μια φορά σε μπορούν.  –
Τα έρμα τ’ αγέννητα και οι γεννημένοι…
Οι αυτόχειρες κι όσοι σας ιστορούν…

.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
.

Περί δασών και ορέων

.
Έχω μια θλίψη εσπερινού Σεπτέμβρη μήνα, – κιόλα –
μα λέω μη φταίει το καιρικό το φθινοπωρινό:
Το πρωτοβρόχι τ’ άξαφνο που σπάει στα φυλλοβόλα
κι ως συντελείται, θυμικά πλησιάζω το αλγεινό.

Σα δεν μπορώ τις πτώσεις τους, κατάχαμα κει στέκω
και τα θρηνώ που κείτονται στη γης κάτω νεκρά.
Μόνη χαρά, στους στίχους μου σαν ικανά τα πλέκω.
Σαν ικανά τα λόγια μου φαντάζουνε πικρά.

Έτσι το δάσος – μέσα μου, ζυγώνω και με φτάνει,
και τα δεντρά και τα χλωρά τα νιώθω αδερφικά μου,
που σαν χαθεί κάποιο, θαρρώ θλίψη στη σκέψη πιάνει
τόση, που η λόγχη της ψυχής ξεσπά στα λογικά μου:

Έχω μια θλίψη εσπερινή, Ιούνη μήνα, – κιόλα –
που ευδοκιμούν οι θερινές κατ’ εντολή φωτιές.
Που ευδοκιμούν βουλευτικοί με μάτια σπιθοβόλα,
ζήτουλες, που δε μάθανε παρά με τις γητειές…

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
 
skiline
.

Άφθονος πόλη

.
Πολυκατοικία 97
Οι δρόμοι της πόλεως έρημοι.
Αοιδοί με μικρές φυσαρμόνικες
συνωστίζονται στων φαναριών τα πόστα
καρδιοχτυπώντας για μεροκάματο.
Χαστουκίζονται για τεχνικές που δεν ευόδωσαν.
.
Πολυκατοικία 81
Από νωρίς ξηλώνουν τα δέντρα.
Στις θέσεις τους φυτεύονται μικρά παιδιά
με χλωροπράσινα μαλλιά καταστόλιστα θάνατο.
Στα κορμιά τους αποφόρια υφασμένου ξύλου
δουλεμένα μ’ απειλές ψιλοβέλονες.
.
Πολυκατοικία 48
Τα άλογα της πόλεως χλιμιντρίζουν –
Λαμπορκίνες και Φεράρες συν 4Χ4 (=16?)
κι αυτή… κουλουριασμένη νεκρή πλάι σε όρνια
που ’χουν νύχια και ράμφη γαμψά,
κρατά στης ψυχής τα θεμέλια μπουρίνι τον έμετο.
.
Πολυκατοικία 69
Έρωτες…μετρημένοι στης Κάλι τα δάχτυλα,
αθόρυβοι μα κι επίμονοι,
πικρόθυμοι,
παρομοιώδης μα κι ευγνώμονες.
Θλιμμένες στην έξοδο νύφες με βλέμμα κενό.
.
Πολυκατοικία 12
Αυλότοιχος.
Δολοφονημένος στίχος ερωτικός
από νωρίς φτεροκόπος.
Είναι γιατί κρυφοκοίταξε
γραμμένο σύνθημα πολιτικό.
Δυο λουλούδια στη μνήμη του.
.
Πολυκατοικία 24
Φανάρι. Οι δρόμοι της πόλεως έρημοι.
Τώρα στις γλάστρες φυτεύουν τις έγκυες.
Καβάλα στη σπορ σκούπα κολίγας σπινιάρει.
Τα παιδιά φυτεύονται ακόμα.
Στα κλαριά τους αυτόχειρα περιστέρια.
.
Άλλαξε η μέρα σκυτάλη με τη νύχτα.
Το δαχτυλίδι της μπόχας μονόπετρο.

 .
 
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
55tgt4g4g4gg6

Φιδέλ 

 .
Εδώ, στο νυχτοβίγλι από το άρμπουρο,
τον ήλο είχαν πρωράτες και τον πάλευαν
ανάστροφα, στη ρότα του σταυρού.
————————–
 
Φιδέλ, γι’ αυτούς που ανάγειραν τη θάλασσα,
το στέργω, καθώς λέτε από το πρόστεγο:
«Απέθαντοι να κρένουν με θυμό
 
την παίνια της ξηράς, κι όπως ξιπάζεται
και στέκει απ’ τα πινά, πιο πάνω η Θέμιδα,
αμφίγνωμη να στέργει την πειθώ
 
γι’ αυτόν, τον πανδαμάτορα και φίλοπλο
που βγαίνει απ’ τις στοές συναντιλήπτορας,
το πλείστον με δελφίνους, χορηγούς,
 
προστάτες, την πειθώ τέχνη που κάνουνε,
μπιρλάντια λαμπερά, – ειδή με πέρκωμα,
εμφαίνει εθνωφελής του Ομφαλού…
 
Που σέρνουν καραβάνι εδώ φερέοικο
του ατσίγγανου, – πυκνά ζώνουν το ύβρισμα,
και κάτω από το μάτι του Θεού
 
βερέμικος αητός πετά προσήνεμος,
γογγύζει με μια στέρφα, λόγια πύρινα,
στη γούμενα κρεμιέται του πλωριού».
 
 .
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬  
nail-cross-with-crown-3-1024x1014 
 .

Αρετή και Κακία

.

Τον τελευταίο καιρό, και σχεδόν πάντα πλησιάζοντας οι ημέρες της γέννησης ή της 
ανάστασης του θεανθρώπου, γίνεται λόγος στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τα προς τον Θεό και την πίστη θέματα με μένος και απόλυτη μηδενιστική διάθεση.
Με αφορμή λοιπόν, της αυτής  διατύπωσης και διαπίστωσης,
παρεμβαίνω λέγοντας πως, απαξιώνοντας το Θεό και την πίστη, απαξιώνεται νοητικά άρα και ηθικά η ίδια μας η ύπαρξη. Η ίδια η ζωή. 
.
Από την αρχή της δημιουργίας του, ο άνθρωπος φειδωλός προς τους θεούς του, μέμφεται
ή συναινεί κατά το δοκούν πότε φρουρός άγρυπνος των Θείων και πότε κοιμήσης και συμπλεγματικός στα προς αυτόν αγγιζόμενα. Ο κατ’ εξακολούθηση υπότροπος και με διάθεση μυωπική, άνθρωπος, είναι ο δισχιλιετής νάνος μίας υστερόβουλης συλλογιστικής προκειμένου, να συμπαρασύρει σ’ έναν άλογο κόσμο ικανούς μα ευάλωτους, και προς αυτόν να τους εξωθήσει κατευθύνοντάς τους προς μία διεργασία ατομικής υπολογιστικής σκέψης με μόνο γνώμονα τα όποιας μορφής κέρδη. Θα μπορούσαν να ειπωθούν τα μέγιστα γι’ αυτόν, αλλά δεν είναι των ημερών και της αυτής στιγμής, καθώς ανάξιος είναι.
 

Στην αντίπερα όχθη, βρίσκεται ο αγωγός Άνθρωπος, της κατάθεσης, – όχι ο κατ΄ ευφημισμό διάττοντας αστέρας της ευεργεσίας και χορηγίας, μα ο συλλογικός και συμμετοχικός, ο προς τον άνθρωπο της ευθύνης ευμενής. Αυτός, γίνεται ο νοητός ιχνηλάτης της αλήθειας, αξιώνοντας την ηθική, ορθοδομώντας τα δίκαια, πνευματώνοντας και λυτρώνοντάς μας από κάθε διαβολή. Αυτός ο άνθρωπος, ο κατ’ εικόνα Χριστού ταπεινός, είναι ο αυτόπτης του ζυγού της απανθρωποποίησής μας μάρτυρας. Και θρηνεί…

Άρα, μένει σε μας, να επιλέξουμε και να αποφασίσουμε, – στο ίδιο δηλαδή ερώτημα που έθεσε και ο μυθικός Ηρακλής στον εαυτό του: «Ποιο δρόμο; της Αρετής ή της Κακίας;» 
και τελικά να συναποφασίσουμε ποιον δρόμο, ποιον άνθρωπο και ποια κοινωνία, θέλουμε.Τον Άνθρωπο της ηθικής και ενάρετης σκέψης, ή τον άνθρωπο νάνο, της απαξίας και διαβολής.

Αναμφισβήτητα, ο της Αρετής ή ορθής πίστης αυτός δρόμος, ορθοτομεί την ψυχή και ουρανώνει τον άνθρωπο. Βέβαια, ο δρόμος της θέωσης και τελείωσης είναι δύσβατος, αλλά και άκρα αντίθετος προς την Κακία… 

Η επιλογή, δική μας… Καλές γιορτές

.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

.
 ▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
.
 
%cf%84%cf%85
.
 

Ευκρινώς εννοούμενα II

.
Εις μνήμην Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου

.
Φέτος, πριν έρθει η άνοιξη κι ανθίσουν τα λουλούδια
και πριν των δέντρων τα κλωνάρια βγάλουν τρυφερά
εγώ, δεν θα ’μαι της δροσιάς ν’ ακούσω τα τραγούδια
απ’ τα τρεχούμενα ρηχά κρυστάλλινα νερά.

Εγώ, δεν θα ’μαι για να δω πώς βγαίνει το χορτάρι
και πώς, απλώνει το χαλί στα γκρέμια, στις ερμιές.
Φέτος, δεν θα ’μαι όταν στη γης θ’ απλώνει το θυμάρι,
ούτε και θα ’μαι, τα πουλιά να δω μες στις φωλιές.

Ίσως… να ’μαι δαφνόφυλλο απ’ άνεμο παρμένο.
Κλαδί νωπό, που βύθισε στην κοίτη της πηγής.
Άνοο φύλλο ως σέπεται καιρό κιτρινισμένο.
Ρίζα! που δεν ευτύχησε δέντρο να βγει στη γης.

Φέτος, δεν θα ’μαι...

 .
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
 
.

seagulls_flying_together_hg_clr

 

 

shippng-1

.

Οι πατριδοκάπηλοι και η Ποίησις 

.

………………………………………………………….

.

«Εκ των σπαργάνων της μητρός μου,
ούτος ο λόγος που διψώ
το υγρό στοιχείον.
Την συνεβούλευε ιατρός μου, 
δια τας μεμβράνας, τίς λειψός 
από παιδίον. 

Διεγνώσθη ασθένεια σοβαρά, 
κι αυτή, μηδέ πήρε φαιδρά,
την όποια αιτίαν.
Πολλάκις, έκλαιε εις τας φολίδας,
δια ν’ αποθέσει τας ελπίδας,
εις Παναΐαν. 

Στιγμαί της σαρξ μου, λυπηραί,
κι ούτος εξήρχετο, δι’ εμέ 
της είπε, ιδίως:
«Θάρρος!» (Αι λέξεις, φοβεραί…
Τι μ’ επιφύλασσες, καημέ,
κι ομοιάζω ιχθύος;)

Τουτέστιν, έζησα πολλά…
ο γέρο-χρόνος, μου γελά,
διόλου σπουδαία.
Όστις, ταξίδεψεν ναυτίλος,
και τ’ ωκεάνιον είδε χείλος,
κλείνει μοιραία.

………..

Δια τούτο, ας ήμουν μεταλλάς, 
να πελεκώ και να τροχώ 
με τας μακίνας,
παρά να κάθομαι, ποσώς 
πολύς διευθύνων τας ακτάς, 
απ’ τας Αθήνας… »

.

wifixxx
.
 
 
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
.      
 
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬
.
.

Η άρχουσα τάξη

 
.
Η άρχουσα τάξη, το σύστημα, θέλει πνεύματα πειθαρχημένα
χωρίς κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις, που δεν παρατηρούν,
προϊδεάζουν και που δεν καταθέτουν θέσεις και απόψεις με αμεσότητα
και ευθυκρισία. Δεν θέλει, τύπου θεώρησης έλλογες απαντήσεις
και αξιολογήσεις, που αφορούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και βίωση.
Το σύστημα, αιώνες τώρα, καταδιώκει την φανέρωση
 και τη δυναμική του «Αντιστέκεστε». 
 
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
 
.
701alexander2
.

Μέγας Αλέξανδρος

.

.
Σχίσου λιθάρι κι άνοιξε το στόμα να μιλήσεις
κι από το φυλλοκάρδι σου, με λίθινη κραυγή
φώναξε, για ν’ ακούσουνε οι Ανατολές, οι Δύσεις:
Καθ’ Έλληνας, πως τίκτεται από γενιά διαυγή.
.
Μίλησε, θάλασσα πλατιά κι εσύ πέλαγο, πες μας
πόθεν τ’ αγόρι το τρανό που κίνησε νωρίς,
το δισχιλιόχρονο παιδί, που φέρουν οι καρδιές μας,
που φέρουνε τα μάρμαρα κι οι πήλινοι αμφορείς;
.
Κι εσείς, Φαγιούμ υπέρκαλα, από την ερημιά σας,
πείτε μας, ποιον Αλέξανδρο σας δείξαν οι σοφοί·
ζωγραφικά περίτεχνα με την λαμπρή ομορφιά σας,
της Πέλλας γιοι, Ελληνόπουλα, με την αγία μορφή.
.
Κι εσείς! εσείς κουτόφραγκοι και Δυτικοί φασίστες…
Και Αριστερά μορφώματα της ανεπροκοπής –
πόρνοι, δοτά σκηνώματα της Δεξιάς, αριβίστες
κι άπαντες όλης της Βουλής, της ανιστορικής…
.

12-6-2018
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
.

Το ξεπροβόδισμα της Ολυμπιάδας

.
Αλέξανδρε, αγγελούδι μου!
σπλάχνο, δικό παιδί μου,
σου δίνω την ευχή μου,
να πάγεις στο καλό.
.
Μόν’ να προσέχεις, μάτια μου.
Να ντύνεσαι ολοένα.
Δεν θα ‘χεις τώρα εμένα,
ξοπίσω να γυρνώ
.
για να σου λέω: «Αγάπη μου,
φόρεσε το σκουτί σου».
Το ασπίδι, το σπαθί σου
να τα ‘χεις κατά νου
.
γιε μου, καθώς ο κόσμος σου
σαν της οχιάς το βλέμμα…
Ξημέρωμα και γέμα,
τα μάτια έχε ανοιχτά,
.
κι όταν κοιμάσαι, Αλέξανδρε,
κι όταν ξυπνάς· το νου σου.
Να νιώθεις και του εχθρού σου
το κοφτερό μυαλό.
.
Γιε μου, με την πανσέληνο
θα πω στη Σαλονίκη,
στα πλάτη και στα μήκη
πως κίνησες νωρίς
.
ώστε, εμείς, στον θρόνο σου
ασίγαστα ολημέρα,
ως την στερνήν εσπέρα,
ως την στερνή στιγμή.
.
Καλό ταξίδι, αγόρι μου.
Κάθυγρο το μαντήλι
θα σου κουνώ. Τα χείλη,
με αβασκαντήρια ευχή.
.

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
%cf%89%ce%b7%ce%b7%ce%bd%ce%b7%ce%b3%ce%b7%ce%b3%ce%b8%ce%bc
.

Ο Ποιητής ΙΙ

 
.
Αυτός…
.
δεν έγραψε ν’ αδράξει δόξα.
Αυτός, δεν πάλεψε για “Ευχαριστώ”.
Δεν φέρει αιμάτινα βέλη και τόξα.
Μόνο την πένα του έχει· γι’ αυτό
.
σκιρτά,
.
μπρος στ’ άδικο και μπρος στη θλίψη,
κι όταν διορθώνει… φεύγει, γι’ αλλού!
Δεν έχει ο λόγος του κάτι να κρύψει,
όπως του μέτριου και του δειλού.
.
Τρέφει!
.
και τρέφεται με την αλήθεια –
έτσ’ είν’ η σκέψη του, πόνος γλυκύς.
(Αυτός, που πάλλεται μέχρι τα βύθια,
δεν έχει ανάπαψη· ο δυστυχής…)
.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

.

▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬ 
.
φγ.png
.

Kαταισχύνη

.

.
Παρακαλώ σας, πείτε μου! πώς μέσα μου να γιάνω;
Πώς μέσα μου για να χαρώ, που μου ’τυχαν εμπρός μου;
Θαρρώ πως πρέπει να τα πω πριν μου ’ρθει ν’ αποθάνω.
Θαρρώ πως πρέπει να γενεί ο απώτερος σκοπός μου:
.
Στην αχυρένια μια νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,
στην αγκαλιά μου ένα παιδί σχεδόν σκελετωμένο,
(τ’ αθώα ματάκια του θυμάμαι ακόμη ως με κοιτούσαν)
στα ξαφνικά, ξεψύχησε για το ’χανε ταμένο
.
της Δύσης κείνα τα θεριά, οπού κανείς δεν θέλει,
που κλέβουνε της Αφρικής το γάλα και το μέλι.
.
Στις Φιλιππίνες, στο Ροξάς, δε θα ’τανε τεσσάρων…
που κάποιος ναύτης Γερμανός το πήρε να χαλάσει.
Σημάδι το ’χω στη ζερβή γροθιά μου, κι έχω ακόμη
τα δόντια εκείνου, που ’σπασα να μην ξαναγελάσει
.
της Δύσης τ’ άγριο το σκυλί, που θέλει να ξεδώσει,
και την Ασία την πόρνεψε για να τον ξεπληρώσει…
.
Κι ήταν, ακόμη, στο Καλάτ που την πετροβολούσαν
γιατ’ είχε κάποιον μόνη της θελήσει ν’ αγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι έκλαψα σαν το ’δα με τα μάτια
που τα ’βγαλα, μη ματαδώ την πρόστυχη τη Δύση
.
που σπούδασε τους εθνικούς δοτούς της ηγετίσκους,
και με πετρέλαιο μόλυνε τους ηθικούς και θρήσκους.
.
Στην Καρθαγένη κι ύστερα, – Θέ μου, συγχώρεσέ με,
μα το ’δα εμπρός να γίνεται το φονικό στην πράξη,
κάποια πολύ που αγάπαγε το νταβαντζή με πάθος,
ένα μαχαίρι τράβηξε κι εκείνον είχε σφάξει. –
.
Για του χρυσού τ’ αντάλλαγμα, τους πήγαν την πανώλη.
Τους κυβερνούν πανσπερμικά της Δύσης, και Διαβόλοι!
.
Έχω της μαύρης ξενιτιάς τραγούδια εγώ γραμμένα
που κρύβω χρόνια μέσα μου για δεν πολύ θ’ αρέσουν.
Είναι στενάχωρα, γιατί με δάκρυα είναι δοσμένα
τόσο, που θα με οικτίρετε, γιατί θα σας πονέσουν…
.

 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 .
▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬●▬▬ஜ۩۩ஜ▬▬▬▬
 
.
 
Εάν δεν θυσιάσεις κομμάτι από τον εαυτό σου, 
μην περιμένεις το μέλλον ολόκληρο.
.

 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
.
rtjheyjhhfejhyjujutjuej
.
.
( 5 / 2 / 2009 – 29 / 12 / 2014  
 
                                                   
 
 
 
http://georgemanetaspoema.blogspot.gr/  

http://gmanetas.blogspot.com/

©Γιώργος Ν. Μανέτας

    
.
 
flyxp81
big_shark_swimming
 
   Δια τις απόψεις σας, ευκρινώς συστηθείτε            
 copyright
 
 
 
 
.
 
 tumblr_mvsqb980e21s85u2fo1_500

Για λίγο περισσότερα 👇🏾«Εξ αφορμής….»

https://taexaformisparerga.blogspot.com/

https://eelorg.blogspot.com/2022/08/blog-post.html

4 responses to “Τα εξ αφορμής – πάρεργα

  1. Εξαιρετική ποιητική συλλογή, όπου η οργή και το πάθος για την αδικία, συμπλέκονται με τη μελαγχολία, την τρυφερή προτροπή και την αγάπη για όλη την οικουμένη!

  2. καλημέρα Γιώργο..είμαι τυχερή που βρήκα σήμερα,όλη αυτήν την πανδαισία της Ποίησής σου και την κατέγραψα στην ψυχή μου..έτσι θα την ψαχουλέψω με την ησυχία μου,ευχαριστώ για το δώρο σου,που είναι μοναδικό.φιλάκια

Σχολιάστε